ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΑΚΙ



Δήμος Χλωπτσιούδης


Αλλαγή κανόνων

Πάντα ήθελα να αλλάξω τους κανόνες.
Να απελευθερώσω τα άλογα
από τους πύργους
που τους προστατεύουν
και να τρέχουν ελεύθερα στο μαυρόασπρο τερέν
και οι αξιωματικοί
να κινούνται κυκλικά
γύρω από την τάφρο.
Θα ήθελα όμως κυρίως οι παίκτες
να σταματήσουν
να θυσιάζουν πιόνια
για να νικήσει ο βασιλιάς.

Ας σκεφτούμε μια φορά
τα πρώτα πιόνια ου διπλά τρέχουν
προς τη θυσία.

Κωνσταντίνος Καβάφης


Το πιόνι

Πολλάκις βλέποντας να παίζουν σκάκι
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά, σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
η απολαύσεις του κ’ η αμοιβές του.
Πολλαίς στον δρόμο κακουχίαις βρίσκει.
Λόγχαις λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
τα κάστρα το χτυπούν με ταις πλατειαίς των
γραμμαίς· μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώση·
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.
Αλλά γλυτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνη
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώση,
για να την αναστήση από τον τάφο
ήλθε να πέση στου σκακιού τον άδη.


Χόρχε Λουίς Μπόρχες











Το Σκάκι

Ασθενικός βασιλιάς, λοξός αξιωματικός, φρενιασμένη
βασίλισσα, πύργος ευθύς, πολυμήχανος στρατιώτης
απάνω στην ασπρόμαυρη πορεία
ψάχνει ο ένας τον άλλο και συγκρούονται σ’ επίμονη μάχη.
Δεν ξέρουν πως το σίγουρο χέρι
του παίχτη τους ρυθμίζει τη μοίρα,
δεν ξέρουν πως μια τρομαχτική νομοτέλεια
ελέγχει τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους.
Αλλά κι ο ίδιος ο παίχτης είναι αιχμάλωτος
(η έκφραση είναι του Ομάρ) μιας άλλης σκακιέρας
με μαύρες νύχτες και άσπρες μέρες.
Ο Θεός κινάει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
Μα άραγε ποιος Θεός, πίσω από το Θεό, κινάει το νήμα
της σκόνης και του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;

Μανόλης Αναγνωστάκης


Το Σκάκι

Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
( Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη.
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη )
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου.
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρός, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα , και τα άλογά μου θα στα δώσω.
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω.
Που ξέρει μόνο σ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρός στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.


Νικόλαος Κάλας










Σκάκι

Ένας κόσμος –ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.
Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των
ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής –πανουργίες φόνοι –ξαναζούν απάνου
στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου
νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και
τα λάφυρα –χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό
παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται
στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις
φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σ’ εβένινο πλαίσιο
και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια