Το έθιμο του Σοχινού Καρναβαλιού ξεκινάει με το Τριώδιο και κορυφώνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και την Καθαρή Δευτέρα. Παλαιότερα είχε χαρακτήρα ευετεριακό - καλοχρονιάτικο. Έλεγαν χαρακτηριστικά: «Αν δεν γίνουν καλά καρναβάλια, δεν θα πάει καλά η χρονιά».
Ιστορία
Λέγεται, ότι τον 4ο μ.Χ. ο Άγιος Θεόδωρος με τους στρατιώτες του βρέθηκε κάποτε στην περιοχή κυκλωμένος από αλλόθρησκους εχθρούς. Αφού εξαντλήθηκαν όλα τα εφόδιά τους, για να συντηρηθούν έσφαξαν και τα τελευταία γίδια τους. Τότε ο Άγιος Θεόδωρος σκέφτηκε να ντυθούν οι στρατιώτες του με τα δέρματα των σφαγμένων ζώων, να κρεμάσουν και τα κουδούνια τους και έτσι τραγόμορφοι και αλαλάζοντας να ορμήσουν στους εχθρούς, οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Χαρακτηριστικό του θρησκευτικού υπόβαθρου που δίδεται στο έθιμο είναι και η συνήθεια που και σήμερα επικρατεί να πηγαίνει μία ομάδα καρναβαλιών στο ξωκλήσι των Σαράντα Μαρτύρων, δύο χιλιόμετρα ανατολικά του χωριού.
Σύμφωνα όμως με την προφορική παράδοση, το έθιμο είναι πολύ παλιό. Στην ίδια άποψη φαίνεται να καταλήγει και ο Γεώργιος Αικατερινίδης, ο οποίος αναφέρει στα Εθιμολογικά της Αποκριάτικης Περιόδου (σελ. 205-207): «Κάτω όμως από την αιτιολογική αυτή παράδοση [ενν. της σχέσης με τον Άγιο Θεόδωρο] κρύβεται η ιστορική μνήμη για τις επιδρομές, που οι Γιουρούκοι της περιοχής έκαναν στο Σοχό.
Αλλά βέβαια το έθιμο είναι παλαιότερο και από την ιστορική πραγματικότητα. Αποτελεί κατάλοιπο αρχέγονων τελετών που γίνονταν για την καρποφορία της γης. Χαρακτηριστικό είναι ότι και σήμερα ακόμη τα καρναβάλια στο Σοχό είναι στενά δεμένα με την πλούσια παραγωγή των χωραφιών και των κοπαδιών και είναι βαθιά ριζωμένη η πεποίθηση ότι παράλειψη τέλεσης του εθίμου θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες».
Σήμερα
Σήμερα, χωρίς να χάσει τον ευετηριακό του χαρακτήρα, έγιναν εντονότερα τα ψυχαγωγικά χαρακτηριστικά του κεφιού, της διασκέδασης και του έρωτα.
Βρίσκουμε στον Σοχό, μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες, να ντύνονται καρναβάλια όχι κάνοντας μια απλή αναβίωση εθίμου, αλλά βιώνοντας με ιδιαίτερη ένταση ένα ιδιαίτερο δρώμενο, ατομικά ή ομαδικά μέσα σε όμορφες παρέες, στους δρόμους, στις πλατείες, στα καφενεία και στα σπίτια του χωριού.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Σοχινού Καρναβαλιού είναι: τα μαύρα τραγίσια δέρματα, το καλπάκι (κεφαλοστολή) και τα κουδούνια. Η μάσκα σήμερα κατασκευάζεται από μαύρο μάλλινο ύφασμα (σαγιάκ’). Καταλήγει σε υψικόρυφη κεφαλοστολή καλυμμένη με πολύχρωμα μικρά κομμάτια χαρτιού, ενώ από την κορυφή της κρέμονται πολύχρωμες κορδέλες, ασημένιες κλωστές (τέλια) και ουρά αλεπούς.
Το τμήμα που καλύπτει το πρόσωπο είναι διακοσμημένο με πολύχρωμα και πολύμορφα σχέδια, κυρίως γεωμετρικά, από λεπτές ταινίες (σιρίτια) και ψιλές χάντρες. Στο μέτωπο σχηματίζεται ένας σταυρός. Μακριές τρίχες άσπρες ή μαύρες από ουρές αλόγων, σχηματίζουν τα μουστάκια.
Τα κουδούνια είναι πέντε: ένα μεγάλο (το μπατάλι) και τέσσερα μικρότερα (τα κυπριά). Και τα πέντε αποτελούν τη λεγόμενη ντουζίνα (όρος περιεκτικός και όχι κατ’ ανάγκη αριθμητικός). Το μπατάλι είναι σφυρήλατο, κάθετη δε τομή του, σε οποιοδήποτε σημείο του μας δίνει έλλειψη. Για γλωσσίδι χρησιμοποιείται ένα λεπτό σιδερένιο ραβδί. Τα κυπριά είναι μπρούτζινα χυτά, έχουν μορφή κόλουρου κώνου και για γλωσσίδι τους έχουν ένα μικρότερο κυπρί. Το βάρος της ντουζίνας κυμαίνεται από 15 έως 20 Kg.
Βρίσκουμε στον Σοχό, μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες, να ντύνονται καρναβάλια όχι κάνοντας μια απλή αναβίωση εθίμου, αλλά βιώνοντας με ιδιαίτερη ένταση ένα ιδιαίτερο δρώμενο, ατομικά ή ομαδικά μέσα σε όμορφες παρέες, στους δρόμους, στις πλατείες, στα καφενεία και στα σπίτια του χωριού.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Σοχινού Καρναβαλιού είναι: τα μαύρα τραγίσια δέρματα, το καλπάκι (κεφαλοστολή) και τα κουδούνια. Η μάσκα σήμερα κατασκευάζεται από μαύρο μάλλινο ύφασμα (σαγιάκ’). Καταλήγει σε υψικόρυφη κεφαλοστολή καλυμμένη με πολύχρωμα μικρά κομμάτια χαρτιού, ενώ από την κορυφή της κρέμονται πολύχρωμες κορδέλες, ασημένιες κλωστές (τέλια) και ουρά αλεπούς.
Το τμήμα που καλύπτει το πρόσωπο είναι διακοσμημένο με πολύχρωμα και πολύμορφα σχέδια, κυρίως γεωμετρικά, από λεπτές ταινίες (σιρίτια) και ψιλές χάντρες. Στο μέτωπο σχηματίζεται ένας σταυρός. Μακριές τρίχες άσπρες ή μαύρες από ουρές αλόγων, σχηματίζουν τα μουστάκια.
Τα κουδούνια είναι πέντε: ένα μεγάλο (το μπατάλι) και τέσσερα μικρότερα (τα κυπριά). Και τα πέντε αποτελούν τη λεγόμενη ντουζίνα (όρος περιεκτικός και όχι κατ’ ανάγκη αριθμητικός). Το μπατάλι είναι σφυρήλατο, κάθετη δε τομή του, σε οποιοδήποτε σημείο του μας δίνει έλλειψη. Για γλωσσίδι χρησιμοποιείται ένα λεπτό σιδερένιο ραβδί. Τα κυπριά είναι μπρούτζινα χυτά, έχουν μορφή κόλουρου κώνου και για γλωσσίδι τους έχουν ένα μικρότερο κυπρί. Το βάρος της ντουζίνας κυμαίνεται από 15 έως 20 Kg.
Το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της κάθε ντουζίνας είναι το χαρακτηριστικό αναγνώρισης του κάθε καρναβαλιού. Αν μάλιστα κάποιο καρναβάλι εμφανιστεί με κουδούνια κακόφωνα ή αταίριαστα, θα αντιμετωπίσει τα σκωπτικά σχόλια, ενώ παλαιότερα κινδύνευε να τιμωρηθεί.
Η εξεύρεση των κατάλληλων κουδουνιών αποτελεί τη μεγαλύτερη έγνοια και φροντίδα κάθε σοχινής οικογένειας και πολλές φορές γι’ αυτόν τον σκοπό ταξιδεύουν σε διάφορα κτηνοτροφικά κέντρα, στις πομακικές κοινότητες της Θράκης ή ακόμα μέχρι τη Βουλγαρία και την Τουρκία.
Έτσι, θεωρούνται ιδιαίτερα ευτυχείς και προνομιούχοι όσοι καταφέρουν να ταιριάξουν μια ντουζίνα, την οποία αισθάνονται ως το πολυτιμότερο περιουσιακό τους στοιχείο. Ας σημειωθεί, ότι το σπουδαιότερο δώρο που ένας πατέρας μπορεί να κάνει στο παιδί του είναι μια ντουζίνα κουδούνια.
Είναι εντυπωσιακό το θέαμα να βλέπει κανείς τις μέρες της Αποκριάς και μάλιστα το Σάββατο της Τυρινής, μικρά και μεγάλα παιδιά, , συχνά χωρίς άλλο στοιχείο μεταμφιέσεως, τα οποία με κόπο αλλά και έκδηλη χαρά και ικανοποίηση είναι ζωσμένα με κουδούνια.
Κουδούνια, όμως, χωρίς άλλα στοιχεία μεταμφίεσης φορούν συχνά και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, καθ’ όλη τη διάρκεια του Τριωδίου. Δεν είναι μάλιστα σπάνιο το θέαμα να βλέπει κανείς κάποιον να ξεπετάγεται από τη γωνιά του δρόμου, ζωσμένος με βαριά κουδούνια, χτυπώντας τα εκστατικά, με γρήγορες κινήσεις.
Το ντύσιμο του καρναβαλιού (που μπορεί να είναι από ένα βρέφος, έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, γυναίκες κάθε ηλικίας, έως ένας υπέργηρος 90χρονος Σοχινός) γίνεται με τη βοήθεια φίλων ή συγγενών που γνωρίζουν τη σειρά που τηρείται για την ορθή τοποθέτηση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν την ενδυμασία καθώς και το δέσιμο που βοηθά τον κουδουνοφόρο να σηκώνει με ευκολία τα κουδούνια.
Στην αρχή φοράει τα τσαρούχια, που είναι κατασκευασμένα από τομάρι αγριογούρουνου. Στα πόδια φοράει μάλλινες μαύρες κάλτσες τοπικής κατασκευής. Είναι ιδιαίτερη τιμή για τις ντόπιες κοπέλες ή γυναίκες το πλέξιμο και η προετοιμασία καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους προκειμένου να ενδύσουν το οικείο πρόσωπο (συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, τον φίλο, τον συνάδελφο, τον σύντροφο, τον συνεργάτη κτλ.)
Στη συνέχεια ενδύεται μάλλινη πλεκτή φανέλα με μανίκια που καταλήγουν σε κεντημένα γεωμετρικά σχέδια διαφόρων χρωμάτων στο ύψος του αγκώνα. Από πάνω φορούν λευκό ή γαλάζιο μακρυμάνικο πουκάμισο με διπλωμένα τα μανίκια, ώστε να φαίνονται τα κεντημένα ακροφάνελα.
Μετά φοράει δέρματα μαύρου τράγου, με πλούσιο και μακρύ τρίχωμα. Το παντελόνι (ντιλί τσιξίρ’) και το αμάνικο σακάκι (κουζούφ’). Έπειτα ζώνεται τα κουδούνια, τα οποία ήσαν ήδη δεμένα μεταξύ τους με χοντρό σχοινί, σε σωστές αποστάσεις, ώστε να μη συγκρούονται μεταξύ τους, με κατάλληλη σειρά και με το μπατάλι στο κέντρο. Το σύνολο των κουδουνιών εξαρτάται σφιχτά από ένα μακρύ, σκουρόχρωμο, υφαντό ζωνάρι περασμένο σταυρωτά στους ώμους του.
Στη συνέχεια, ρίχνει, περασμένη από τον αυχένα μια πλεχτή, μάλλινη, εσάρπα, συνήθως κόκκινου, πράσινου ή καφέ χρώματος. Παλαιότερα, αντί για εσάρπα, φορούσαν ένα μεγάλο, λευκό, τετράγωνο μαντίλι, κεντημένο στις τέσσερις γωνίες του. Ήταν δώρο, της αρραβωνιαστικιάς του καρναβαλιού, στοιχείο από το οποίο μπορούσε να το αναγνωρίσει.
Στο τέλος φοράει το καλπάκι (κεφαλοστολή), που το εφαρμόζουν με ακρίβεια στο πρόσωπό του, δένοντάς ’το πίσω. Παλαιότερα το έραβαν.
Όταν ολοκληρωθεί η τελετουργία του ντυσίματος, οι παρευρισκόμενοι φίλοι και συγγενείς το χτυπούν ελαφρά στην πλάτη και του εύχονται «Στο καλό, υγεία και καλή σοδειά να δίνει ο θεός». Την ίδια στιγμή η μητέρα του, η γιαγιά ή κάποια στενή συγγενής το ραίνει με λίγο νερό και χύνοντας το υπόλοιπο καταγής, εύχεται να είναι ο δρόμος του ελεύθερος, όπως ελεύθερο κυλά το νερό.
Το καρναβάλι, κρατώντας γκλίτσα ή σπαθί στο ένα χέρι και ένα μπουκάλι ποτό στο άλλο, συνήθως ούζο, με ρυθμικούς βηματισμούς, «αλωνίζοντας γη και αέρα στο πέρασμά του», κερνά γνωστούς και συγγενείς που συναντά στον δρόμο του.
Πλησιάζοντας προς την πλατεία του χωριού, ενώνεται με άλλα καρναβάλια. Αγκαλιασμένοι, με σκυμμένα τα καλπάκια ή και γονατιστοί τραγουδούν τραγούδια «του έρωτα, του παράπονου και της καταφρόνιας» (βλ. Παράρτημα). Σε κάθε παύση των τραγουδιών ξεχύνονται κραυγάζοντας, χοροπηδώντας και τινάζοντας πάνω κάτω εκστατικά τα κουδούνια.
Το καρναβάλι, κρατώντας γκλίτσα ή σπαθί στο ένα χέρι και ένα μπουκάλι ποτό στο άλλο, συνήθως ούζο, με ρυθμικούς βηματισμούς, «αλωνίζοντας γη και αέρα στο πέρασμά του», κερνά γνωστούς και συγγενείς που συναντά στον δρόμο του.
Πλησιάζοντας προς την πλατεία του χωριού, ενώνεται με άλλα καρναβάλια. Αγκαλιασμένοι, με σκυμμένα τα καλπάκια ή και γονατιστοί τραγουδούν τραγούδια «του έρωτα, του παράπονου και της καταφρόνιας» (βλ. Παράρτημα). Σε κάθε παύση των τραγουδιών ξεχύνονται κραυγάζοντας, χοροπηδώντας και τινάζοντας πάνω κάτω εκστατικά τα κουδούνια.
Επιμέλεια άρθρου
Παπανικολάου Στυλιανός
0 Σχόλια