ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ ΚΑΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ ΤΟΥ 1821


Η συνεισφορά των Μακεδόνων εις τον υπέρ της Ελευθερίας Ιερόν Αγώνα των Ελλήνων το 1821, υπήρξε αποφασιστικής σημασίας και σπουδαιότητάς. Η Επανάσταση στη Μακεδονία και το Άγιον Όρος υπήρξε μία από τις κύριες συνιστώσες της Εθνεγερσίας. Η Φιλική Εταιρεία είχε αναπτύξει ένα πυκνό δίκτυο στελεχών της στον μακεδονικό χώρο, το οποίο προετοίμασε την Επανάσταση κινητοποιώντας τους κατοίκους και διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Έλληνες. Για περίπου δύο χρόνια, από την άνοιξη του 1821 έως τα τέλη του 1822, οι Μακεδόνες επαναστάτησαν για να αποτινάξουν την οθωμανική κυριαρχία. 

Οι επαναστάσεις στη Χαλκιδική, στον Όλυμπο, στη Νάουσα και στη δυτική Μακεδονία ήταν ορισμένα μόνο γεγονότα του εθνικού ξεσηκωμού στα μακεδονικά εδάφη. Μακεδόνες πρόκριτοι και έμποροι, εξέχουσες προσωπικότητες και γόνοι γνωστών μακεδονικών οικογενειών με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και επιρροή στην τοπική κοινωνία, όπως ο Καπετάν Χάψας, ο Εμμανουήλ Παπάς, ο Τσάμης Καρατάσος, ο Αγγελής Γάτσος, ο Νικόλας Κασομούλης ο Ζαφειράκης Λογοθέτης, ο Γεώργιος Λασσάνης, ο Ζαχαρίας Αθανασίου ο Αναστάσιος Καρατάσος και ο Γεωργάκης Ολύμπιος συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της εθνικής εποποιίας μαζί με πολλούς άλλους, επώνυμους και ανώνυμους, Μακεδόνες αγωνιστές που συστρατεύθηκαν εξαρχής στην εθνική υπόθεση. 

Ωστόσο η Επανάσταση στη Μακεδονία, καταπνίγει στο αίμα, αφού οι Τούρκοι διέθεσαν προς τούτο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Παρά ταύτα, όμως, το αγωνιστικό φρόνημα των Μακεδόνων δεν κάμφθηκε και συνέχισαν ούτοι απτόητοι τον Αγώνα, παρέχοντες την συνδρομή τους στη λοιπή αγωνιζόμενη Ελλάδα και προσφέροντες εις αυτήν τους βραχίονες και το αίμα τους. Προκειμένου, λοιπόν, να συνεχίσουν τον αγώνα τους και την πολύτιμη συνεισφορά τους στην Εθνεγερσία, κατήλθαν στην Νότιο Ελλάδα και αφού συγκρότησαν την Μακεδονική Φάλαγγα, παρέσχον αμέριστη τη συνδρομή τους στην απελευθέρωση της Χώρας μας μέχρι του τυπικού τέρματος της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821

Οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί του 1821

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ

Ο Σερραίος αρχιστράτηγος των Mακεδονικών δυνάμεων της Eλληνικής Eπανάστασης του 1821.


Εκείνος ο οποίος λαμπρύνει κατ' εξοχήν τις χρυσές δέλτους της ένδοξης ιστορίας του γένους και περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στην ανατολική Μακεδονία ειδικότερα, είναι ο μεγαλέμπορος - τραπεζίτης Εμμανουήλ Παπάς, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα (νυν Εμμανουήλ Παπάς) των Σερρών από πατέρα ιερέα, μορφώθηκε στο εις Σέρρας από του έτους 1735 λειτουργούν ελληνικό σχολείο και αναδείχθηκε σε ένα από τους πλέον επιφανείς άνδρες των Σερρών της εποχής εκείνης, διακρινόμενος για τη θεοσέβεια και τη φιλοπατρία του. Η ευφυία, η τιμιότητα και οι πολυσχιδείς ικανότητές του τον ανέδειξαν σύντομα σε μεγαλέμπορο, τραπεζίτη και κορυφαίο πολίτη, απολαμβάνοντας γενικής εκτιμήσεως.

Ο Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821) ξεκίνησε με πολύ λίγες γραμματικές γνώσεις, όπως φαίνεται από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του καθώς και με λίγα χρηματικά μέσα, όπως όλοι γενικά οι Έλληνες της εποχής. Ίσως η πρώτη αρχή να ήταν το μπακάλικο της Δοβίστας που είχε αγοράσει ο αδελφός του Γιωργάκης Οικονόμου. Ευφυής όμως και τολμηρός δεν άργησε αρχίζοντας από μικρέμπορος να εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο των Σερρών, με καταστήματα στην Κων/πολη και στη Βιέννη, ν' αποκτήσει σημαντική περιουσία, κινητή και ακίνητη, πάνω από 300.000 τάλιρα, να γίνει δανειστής των Τούρκων αγάδων και μπέηδων της περιοχής, να συνάψει στενές σχέσεις μαζί τους και να τους επηρεάζει πολύ, προ πάντων τον πανίσχυρο τοπάρχη Ισμαήλ μπέη, που ήταν στη Μακεδονία ο αντίποδας του Αλή πασά της Ηπείρου.

Με την θερμή υποστήριξη και προστασία του Παπά πολλά ωφελήθηκε η ελληνική κοινότητα των Σερρών. Μετά το θάνατο του Ισμαήλ (1814) ο σπάταλος και άσωτος γιος του, αλλά γενναίος πολεμιστής Γιουσούφ μπέης δημιούργησε τόσο μεγάλα χρέη, 40.000 μαχμουτιέδες (1 περίπου εκατομμύριο χρυσές δραχμές), ώστε ήταν αδύνατο να τα ξεπληρώσει. Όταν ο Παπάς ζήτησε με επιμονή να του ξοφλήσει μέρος τουλάχιστον του δανείου, ο Γιουσούφ του έδωσε μόνο το μισό του χρέος και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Τότε ο Παπάς αναγκάστηκε, τον Οκτώβριο του 1817, να φύγει κρυφά στην Κων/πολη, όπως αφηγείται στον μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο, τον οποίο παρακαλεί να προστατεύει την οικογένειά του κατά τη διάρκεια της απουσίας του από τις επιβουλές του Γιουσούφ, ο οποίος είχε βάλει ανθρώπους να του κάψουν το σπίτι. Φοβάται όμως ο Παπάς να μεταφέρει την οικογένειά του στην Πόλη, μήπως ο Γιουσούφ κατά τη μεταφορά της, βάλει ανθρώπους και σκοτώσουν τα παιδιά του. Λυπάται επίσης που άφησε τους συμπολίτες του χωρίς την προστασία του. «Και ο αισχροκερδής διοικητής τώρα θέλει να εύρει τον καιρόν να τους τυραννεί και να τους γυμνώνει επειδή μόνη η νουθεσία και η σκέψη μου εμπόδιζε τας σκευωρίας και τα ενεδρεύματά του».

Στην Κων/πολη γνωρίζεται και συνδέεται με το φιλικό Κωνσταντίνο Παπαδάτο, ο οποίος του κάνει τις προκαταρκτικές κρούσεις για ενδεχόμενη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία· Ο Σερραίος πατριώτης ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό. Εκεί, ύστερα από 2 χρόνια, στις 21 Δεκεμβρίου του 1819, σε ηλικία 47 χρόνων μυείται και με "το αφιερωτικό" του προς τον επίσκοπο Σερρών Χρύσανθο υπόσχεται να καταθέσει στο ταμείο της 1.000 γρόσια «ως προοφειλομένην συνδρομή βοηθητική για την δημιουργημένη και μάλλον ήδη ενεργουμένην σχολή της πατρίδος» (όπως συνήθως γινόταν λόγος στα σχετικά έγγραφα της φιλικής εταιρίας), η οποία σχολή λίγες γραμμές παρακάτω αναφέρεται χαρακτηριστικά ως "Σχολή του Πανελληνίου". Ο Παπάς υπόσχεται στο τέλος ότι όταν βεβαιωθεί ότι η σχολή προκόβει, θα συνεισφέρει και άλλα «το κατά δύναμιν όλην ……. Προς καταρτισμό και βελτίωσιν αυτής».

Το πιο παλιό έγγραφο που σώζεται είναι ένα μονόφυλλο γεμάτο ορθογραφικά λάθη με ημερομηνία 1 Μαΐου 1793, στο οποίο ο Εμμανουήλ Παπάς καταγράφει, όπως συνήθιζαν τότε πολλοί Έλληνες, τα ονόματα των 11 παιδιών του κατά σειρά γεννήσεως. Ο Εμμανουήλ Παπάς μέσα σε 22 χρόνια γίνεται ο αρχηγός μιας πολυμελούς, μιας πατριαρχικής οικογένειας, που αποτελείται από 8 αγόρια και 3 κορίτσια (σχεδόν σε κάθε δύο χρόνια αναλογεί και ένα παιδί).

Στην Κων/πολη κατορθώνει ο Παπάς να εισπράξει το χρέος του Γιουσούφ μέσω της Πύλης. Και είναι πολύ πιθανόν ότι μαζί με τον Κ. Κουμπάρη και τον Γ. Σταματά προχώρησε πολύ στη μύηση και άλλων μελών στην Κων/πολη και στην είσπραξη αντιστοίχων ποσών, με τα οποία σκόπευε ο Υψηλάντης να οργανώσει "κάσα" για την χρηματοδότηση του αγώνα. Στις Σέρρες, την απουσία του προσπαθεί να καλύψει ο μεγαλύτερος γιος του Αθανάσιος, ο οποίος τον αντικαθιστά στις διάφορες εργασίες του και ο οποίος δε θα διστάσει να δανείσει ακόμα και άτοκα στους κατοίκους της ιδιαίτερης πατρίδας του πατέρα του· χρήματα που τελικά δεν εισπράχτηκαν ποτέ σε εποχή που κυριολεκτικά οργίαζε η τοκογλυφία
Ο Εμμανουήλ Παπάς είχε μέτριο ανάστημα. Το πρόσωπό του στηριγμένο σε ένα μακρύ λαιμό, ήταν πράο αλλά γεμάτο ζωή και δραστηριότητα. Ήταν λιγόλογος, μιλούσε με μειλιχιότητα και πρόφερε τις λέξεις αργά και καθαρά. Έπαιρνε το λόγο πάντοτε τελευταίος και επιβάλλονταν με την λογική διατύπωση των γνωμών του. Ο ζήλος του για την απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν μεγάλος και η φιλοτιμία του απέραντη.

Δεν υπάρχει κάποια αποτύπωση της φυσιογνωμίας του μεγάλου αυτού τέκνου της Σερραϊκής γης ούτε σε ζωγραφιά, ούτε σε κάποια γκραβούρα της εποχής αλλά ούτε και κάποια περιγραφή του. Η μοναδική αναφέρεται από τον Ευάγγελο Στράτη στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στα 1914 και από αυτό δανειζόμαστε τα όσα προηγουμένως αναφέραμε σύμφωνα πάντοτε με όσα γράφει για αυτόν ο Σερραίος λόγιος και ιστορικός.

Ο Εμμανουήλ Παπάς εμυήθη στη Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη, στην οποία και διέθεσε όλη τη μεγάλη περιουσία του, αλλά και όλο του το είναι. Πιστός στον όρκο του προς τη Φιλική Εταιρεία, ο Εμμανουήλ Παπάς αναλαμβάνει να εκτελέσει τις οδηγίες που του έδωσε ο αρχηγός και φίλος του Αλέξανδρος Υψηλάντης. Προς τούτο αγοράζει ικανή ποσότητα όπλων και πολεμοφοδίων και στις 23 Μαρτίου 1821 τα φορτώνει σε καράβι και αναχωρεί για το Άγιον Όρος μαζί με τον Ιωάννη Χατζηπέτρου, υπασπιστή του και τον Δημήτριο Οικονόμου, γραμματέα του. Το Άγιον Όρος θεωρούνταν -κακώς βέβαια- ως το καταλληλότερο ορμητήριο για την εξέγερση της Μακεδονίας, όχι μόνο γιατί η χερσόνησος ήταν φυσικά οχυρή, αλλ' ακόμη γιατί οι 3.000 περίπου άνδρες, που μόναζαν στα 20 μοναστήρια και στα 300 περίπου κελιά, σκήτες, καθίσματα και ησυχαστήρια θα μπορούσαν να αποτελέσουν αξιόλογη στρατιά. Το έδαφος παρουσιαζόταν ώριμο για την εξέγερση, γιατί δυο χρόνια τώρα οι μοναχοί είχαν υποφέρει πολλά από τις αυθαιρεσίες και αργυρολογίες του Τούρκου διοικητή. Έπειτα ορισμένοι φαίνεται ότι είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία. Στην πραγματικότητα όμως ούτε η κατάλληλη προετοιμασία είχε γίνει, ούτε και οι επαναστατικές ιδέες συμβιβάζονταν με τον ιδεολογικό κόσμο των μοναχών και με το αγιορείτικο καθεστώς.

Το Λάβαρο των Μακεδονικών δυνάμεων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 που υψώθηκε στη μάχη της Ρεντίνας, στις 17 Ιουνίου 1821, στη Μακεδονία υπό την αρχηγία του Αρχιστράτηγου Εμμανουήλ Παπά φυλάσσεται στην Ι. Μ. Εσφιγμένου στο Άγιον Όρος
Το πλοίο στις 23 Μαρτίου του 1821 έφθασε στο Αγιον Ορος και εκεί υποδέχθηκε τον Εμμανουήλ Παπά με μεγάλο ενθουσιασμό ο ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου, ο οποίος ήταν προ πολλού μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Την επομένη της αφίξεως του Εμμανουήλ Παπά στο Αγιο Ορος, προσκλήθηκαν σε γενική συνέλευση στη μονή Εσφιγμένου όλοι οι ηγούμενοι και οι προϊστάμενοι των είκοσι μοναστηριών και σκητών, οι οποίοι με μεγάλη προθυμία και συγκίνηση ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του Εμμανουήλ Παπά. Ο φλογερός επαναστάτης σκορπίζει ρίγη ενθουσιασμού και συγκίνησης. Οι ηγούμενοι όλων των Μονών τον ανακηρύσσουν «Αρχηγόν και προστάτην της Μακεδονίας», αλλά η επανάσταση που ευαγγελίζονταν θα αποτύχει... Οι πατέρες του Αγίου Όρους άρχισαν υπό άκρα μυστικότητα να υλοποιούν τις εντολές που τους δόθηκαν γιά την επιτυχία του Αγώνα. Ο Παπάς αμέσως δίνει το έναυσμα της επανάστασης.

Το επαναστατικό κίνημα του Εμμανουήλ Παπά έφτασε στο τέλος του σύντομα και άδοξα. Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, Γιουσούφ Μπέης απέστειλε μεγάλη στρατιωτική δύναμη στον Άθω και μόλις έφθασε αυτή, άρχισε να καταπιέζει παντοιοτρόπως τους κατοίκους της περιοχής, πολλοί από τους οποίους αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στα βουνά.

Την παραμονή της ημέρας που ορίστηκε για επίθεση κατά του Πολυγύρου (δηλαδή την 16η Μαΐου), οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να βρίζουν τους χριστιανούς και να τους απειλούν με γενική σφαγή. Οι κάτοικοι του Πολυγύρου οπλίσθηκαν και ορκίστηκαν επί του Σταυρού, κήρυξαν την επανάσταση και το πρωί της 17ης Μαΐου σκότωσαν τον Τούρκο υποδιοικητή και τους δεκαοκτώ στρατιώτες της φρουράς του και αυθημερόν, για να προλάβουν την είσοδο της επερχόμενης τουρκικής δυνάμεως που αποτελούνταν από χίλιους άνδρες, χωρίστηκαν σε δύο μέρη και επιτέθηκαν, οι μεν κατά του Τσιρίμπαση, οι δε κατά του Χασάναγα, τους οποίους και ανάγκασαν σε υποχώρηση.

Ο Γιουσούφ Μπέης, πληροφορήθηκε τα γεγονότα και κατέσφαξε πολλούς από τους Έλληνες της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων τον επίσκοπο Κίτρους Ιωσήφ και τους προύχοντες Χριστόδουλο Μπαλάνο, Χρήστο Μενεξέ και Αναστάσιο Κυδωνιάτη.

Το μαρτύριο των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης έγινε γνωστό στη Χαλκιδική και στην ανατολική Μακεδονία και έγινε αφορμή να εξαφθεί ακόμα περισσότερο το μίσος κατά των Τούρκων και να γιγαντωθεί ο πόθος για την ελευθερία. Προς τούτο στο Πρωτάτο των Καρυών συγκροτήθηκε υπό τον Εμμανουήλ Παπά γενική συνέλευση και αποφασίστηκε η καθαίρεση του Ζαμπίτη (αστυνόμου) του Άθω, Χασεκή Χαλήλ Μπέη. Παράλληλα, συστάθηκε γενική εφορεία από αντιπροσώπους όλων των ιερών Μονών για την εσωτερική διοίκηση και οικονομική επιμελητεία του πολέμου και προσκλήθηκαν όλοι οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα μοναχοί του Αγίου Ορους. Ύστερα απ' αυτά, σε συγκινητική εκκλησιαστική τελετή, κηρύχθηκε η επανάσταση υπό τις ευλογίες του μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνσταντίου και αναγορεύθηκε ο Εμμανουήλ Παπάς αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας.

Στις 8 Μαΐου στις Σέρρες συμβαίνουν δραματικά γεγονότα, όμως τελικά η πόλη σώζεται από την άγρια μανία του τουρκικού όχλου. Ταυτόχρονα η Φαίδρα, η γυναίκα του Εμμ. Παπά και η οικογένειά του φυλακίζονται, δημεύεται η περιουσία του και κατάσχονται 13 βαρέλια με χρυσά φλωριά.

Στις 2 Ιουνίου οι δυνάμεις προελαύνουν προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα "ρέμπελο ασκέρι" που δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς ενισχύσεις, πολεμοφόδια και το κυριότερο, ηγεσία. Γι' αυτό και η επανάσταση στη Χαλκιδική θα συρρικνωθεί γρήγορα και οι επαναστάτες θα περάσουν τεσσερεισήμισυ μήνες αποκλεισμένοι στις δυο χερσονήσους. Είναι η εποχή που ο Δημήτριος Υψηλάντης ονομάζει τον Παπά "πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης".

Η πτώση της Κασσάνδρας και "η αντιδραστική στάση" των μοναχών κάνουν την κατάσταση απελπιστική, ενώ άγριος, αποφασιστικός και ακάθεκτος εισβάλλει στη Χαλκιδική ο Μεχμέτ Εμίν πασάς της Θεσσαλονίκης καταστρέφοντας, καίγοντας, σφάζοντας και ισοπεδώνοντας τα πάντα.

Ο Εμμανουήλ Παπάς αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Μονή Εσφιγμένου, να μπει σ΄ ένα καράβι και να πάρει την κατεύθυνση για Ύδρα, έχοντας μαζί του το μικρό του γιο, τον Γιαννάκη καθώς και το προσωπικό του αρχείο. Όμως οι μέχρι τότε κακουχίες, η κούραση, αλλά και η απογοήτευση είχαν φθείρει την υγεία του Σερραίου επαναστάτη, με αποτέλεσμα να πάθει καρδιακή προσβολή και να πεθάνει πριν το καράβι φθάσει στην Ύδρα, όταν αυτό περιέπλεε τον Καφηρέα.

Στην Ύδρα θάφτηκε το σώμα του στις 5 Δεκεμβρίου 1821 με τιμές στρατηγού. Στις 17/5/66 τα οστά του μεταφέρθηκαν στις Σέρρες και τοποθετήθηκαν στη βάση του ανδριάντα του ήρωα που κοσμεί την κεντρική πλατεία Ελευθερίας. Από τα παιδιά του ο Αθανάσιος αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα (1826), ο Ιωάννης σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο ( 1825) και ο Νικόλαος στην Αττική.

Τα παιδιά του
Ο Εμμ. Παπάς είχε έντεκα παιδιά (8 αγόρια και 3 θυγατέρες). Παραθέτουμε τα ονόματά τους, έτσι όπως αυτά αναφέρονται από τον ίδιο μαζί με την ημερομηνία γέννησής τους στο προσωπικό του αρχείο:

1. Αθανασάκης (25 Αυγούστου 1794) - Αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα.
2. Αναστασάκης (13 Ιουνίου 1796) - Αγωνίστηκε στην άμυνα του Μεσολογγίου.
3. Γιαννάκης (29 Σεπτεμβρίου 1798) - Σκοτώθηκε με τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι
4. Νεραντζή (13 Απριλίου 1801)
5. Νικολάκης (7 Μαρτίου 1803) - Σκοτώθηκε στο Καματερό Αττικής πολεμώντας με αρχηγό τον Γ. Καραϊσκάκη
6. Μιχαήλος (24 Μαΐου 1805)
7. Γιώργης (25 Αυγούστου 1807)
8. Ελένη (19 Μαΐου 1809)
9. Αλέξανδρος (23 Οκτωβρίου 1811)
10. Ευφροσύνη (23 Οκτωβρίου 1813)
11. Κωστάκης (26 Αυγούστου 1816)

ΘΟΥΡΙΟΝ ΕΜΜ. ΠΑΠΑ
Το 1965 ο Σερραίος μουσικός Χρήστος Σταματίου μελοποιεί το "Θούριο του Εμμανουήλ Παπά" του επίσης Σερραίου λογίου Αναστασίου Γαλδέμη που τραγουδήθηκε ουσιαστικά στην πόλη των Σερρών μέχρι τη δεκαετία του 1970, ιδιαίτερα σε εθνικές επετείους και τις συναυλίες του «ΟΡΦΕΑ».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Τα στοιχεία για τον Εμμ. Παπά καθώς και τα ονόματα των παιδιών του είναι από το βιβλίο του καθηγητή της Ιστορίας Αποστόλου Ε. Βακαλόπουλου:
"Εμμανουήλ Παπάς - "Αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας" - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ",
έκδοση: "Ίδρυμα μελετών χερσονήσου του Αίμου" Θεσσαλονίκη 1981.
Εικονογραφημένη ιστορία των Σερρών τόμος Α΄, Βασίλη Ι. Τζανακάρη , Σέρρας 1991
40 Τραγούδια της πόλης των Σερρών, Γιώργου Αγγειοπλάστη, Σέρρας 1994
Αβραμίδου Χαρίκλεια
Αθανασιάδης Αθανάσιος

Ζαχαρίας Αθανασίου ένας αγωνιστής του 1821 από τις Σέρρες

Ο Ζαχαρίας Αθανασίου γεννήθηκε στις Σέρρες το 1801, το ξέσπασμα της επανάστασης τον βρήκε στην Αίγυπτο, από όπου επέστρεψε στην Ελλάδα το 1822. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα και μέχρι το 1833 υπηρέτησε την πατρίδα και αγωνίστηκε σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων. Αρχικά τέθηκε υπό την οδηγία του οπλαρχηγού Γ.Κομαρτζή από το Μέτσοβο, έπειτα για τρία χρόνια αγωνίστηκε πλάι στον Χατζηχρήστο. Μέχρι το τέλος της δράσης του δραστηριοποιήθηκε επίσης με τους οπλαρχηγούς Κων.Χορμόβα, Νότη Μπότσαρη και Μαλάμο. Η έντονη δράση του φανερώνεται από τις τρεις πληγές που απέκτησε σε ισάριθμες μάχες στα Δερβενάκια, στον Πειραιά και στη Χίο με αποτέλεσμα να μείνει ανάπηρος στο ένα του χέρι. Μετά το τέλος του αγώνα και μέχρι το 1833 ο Ζαχαρίας Αθανασίου υπηρέτησε στη χωροφυλακή της περιοχής Λαμίας, όπου και εγκαταστάθηκε κατά πάσα πιθανότητα έως το τέλος της ζωής του.

Αναστάσιος Καρατάσος (1764- 1830)

Περίφημος οπλαρχηγός της δυτικής Μακεδονίας που αγωνίσθηκε εναντίων των Τούρκων και του οποίου τα κατορθώματα εξυμνούν πολλά δημοτικά τραγούδια.

Αναστάσιος Καρατάσος
Γεννήθηκε το 1764 στη Δόβρα της Βέροιας. Μετά την καταστροφή του χωριού του εγκαταστάθηκε στο Διχαλεύρι της Νάουσας. Μόλις δεκαοχτώ ετών, εγκατέλειψε το Διχαλεύρι και βγήκε κλέφτης στο Βέρμιο. Γρήγορα έγινε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ρομφαία και σε δύο χρόνια έγινε καπετάνιος και τέλος οπλαρχηγός. Ύστερα από την αναγνώρισή του από την Πύλη, ανέλαβε την υπεράσπιση των Χριστιανών και των φιλήσυχων Τούρκων, που υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Κονιάρους. Το 1822 με την έκρηξη της επαναστάσεως στη Μακεδονία, ο Καρατάσος έγινε αρχιστράτηγος, γιατί εκτιμήθηκε ιδιαίτερα, όχι μόνο για τη γενναιότητα του, αλλά και για τη φρόνηση αλλά και στρατηγική του ικανότητα. Μετά την αποτυχία του κινήματος της Μακεδονίας, ο ηρωικός οπλαρχηγός, που στο διάστημα αυτό είχε χάσει το γιο του Ιωάννη στη μάχη και η γυναίκα του με τις δύο θυγατέρες του πιάστηκαν αιχμάλωτες μαζί με τους γιους τους Δημήτριο και Κωνσταντίνο και άλλους Μακεδόνες, κατέβηκε στην μαχόμενη Ελλάδα. Εκεί πολέμησε με μεγάλη ανδρεία και διακρίθηκε στις μάχες του Πέτα, της Αλοννήσου και του Τρίκερι. Στη Σκιάθο, μάλιστα, κατόρθωσε να εμποδίσει τον Χοσρέφ πασά να καταλάβει το νησί. Αγνός πολεμιστής, ο ήρωας αυτός, που έμεινε στην ιστορία γνωστός σαν Γερο – Καρατάσος, δεν μπορούσε να καταλάβει τις διενέξεις ανάμεσα στους Έλληνες. Πιστός στην Κυβέρνηση, πολέμησε στην Πελοπόννησο τους αντικυβερνητικούς. Αλλά η μεγαλύτερη νίκη του, ήταν αυτή κατά την οποία νίκησε τον αήττητο μέχρι τη στιγμή αυτή, Ιμβραήμ πασά. Μετά την απελευθέρωση έγινε διοικητής της 7ης χιλιαρχίας. Πέθανε το 1830 στη Ναύπακτο αφήνοντας το γιο του Δημήτριο να συνεχίσει το έργο του και να εκπληρώσει το μεγάλο ιδανικό του, την απελευθέρωση ολόκληρης της Ελλάδας.

Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος (1798-1861)

Ο Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος, ήταν κλέφτης, γιος του Αναστάσιου Καρατάσου που είχε πρωτοστατήσει στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, στην περιοχή της Νάουσας.

Τσάμης Καρατάσος
Ο Καρατάσος γεννήθηκε στο Διχαλεύρι (Στενήμαχος σήμερα) του νομού Ημαθίας το 1798. Πολέμησε κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ακολουθώντας τον πατέρα του, πρώτα στη Νάουσα και μετά την καταστροφή της Νάουσας, στη Στερεά Ελλάδα. Το 1828, ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη Στερεά Ελλάδα, εναντίον των Οθωμανικών δυνάμεων.

Ήταν, όπως κι ο πατέρας του, οπαδός της Ελληνοσερβικής συμμαχίας, με σκοπό την απομάκρυνση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά την περίοδο 1844-1853, ταξίδευσε στις Σερβικές κοινότητες της Τεργέστης και των Σκοπίων, με σκοπό να βρει υποστήριξη για τον κοινό σκοπό. Οι διαβουλεύσεις του, ήταν ημιεπίσημες, προσπαθώντας έτσι να διερευνήσει και να καλλιεργήσει κλίμα συνεργασίας, στη σφαίρα της μυστικής διπλωματίας.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, ο Τσάμης Καρατάσος συνέχισε τις προσπάθειες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, συμμετέχοντας στην επανάσταση της Χαλκιδικής, το 1854. Ήταν ένας από τους βασικούς εμπνευστές της επανάστασης, γνωστός με το προσωνύμιο "Γερο-Τσάμης".

Οι επαναστάσεις των Μακεδόνων είχαν την υποστήριξη του Όθωνα, που πίστευε ότι η απελευθέρωση της Μακεδονίας και άλλων περιοχών της Ελλάδας είναι δυνατή, ελπίζωντας σε Ρωσική στήριξη. Η επανάσταση, όμως απέτυχε, δημιουργώντας εντάσεις στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις τα προσεχή χρόνια.

Ο Καρατάσος ήταν πεπεισμένος ότι μόνο μια Ελληνοσερβική συμφωνία θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία αποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα Βαλκάνια. Το 1859 άρχισε να δημοσιεύει τις προτάσεις του σε άρθρα εφημερίδας, ενώ προσπαθούσε να προσεγγίσει τους εκπροσώπους των Σερβικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, προκειμένου να τον υποστηρίξουν και να τον βοηθήσουν στο σκοπό του. Ο Όθων ήταν θετικός και επικροτύσε αυτές τις επαφές. Έτσι το 1861, μετέβη στο Βελιγράδι για να υπογράψει την πρώτη επίσημη συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες. Κατά την παραμονή του εκεί, πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες (πιθανόν από κάποια αρρώστια), ενώ σχεδίαζε κοινή εξέγερση Ελλήνων και Σέρβων. Μετά από μερικούς μήνες, ο Όθων αποπέμφθηκε λόγω λαϊκής εξέγερσης κι έτσι η Ελληνοσερβική συμμαχία, έπρεπε να περιμένει 25 χρόνια, μέχρι να υπογραφεί η πρώτη συμφωνία το 1887, από τον Έλληνα πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη και το Σέρβο ομόλογό του.

Νικόλαος Κασομούλης, ο αθάνατος ήρωας του 1821

Ο Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872) ήταν από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Νικόλαος Κασομούλης
Καταγόταν από ιστορική οικογένεια του Πισοδερίου Φλώρινας. Γεννήθηκε στο Πισοδέρι Φλώρινας ή στη Σιάτιστα Κοζάνης. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Σιάτιστα, όπου είχε μετοικήσει η οικογένειά του, λόγω της εμπορικής δραστηριότητας του πατέρα του, Κωνσταντίνου. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στις Σέρρες για να επεκτείνει την οικογενειακή επιχείρηση. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, στην οποία μύησε και πολλά μέλη της οικογένειάς του.

Κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821, συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Ολύμπου και της Χαλκιδικής, όπου συνεργάστηκε με τον οπλαρχηγό Διαμαντή Νικολάου. Ο πατέρας του, που είχε μετεγκατασταθεί εν τω μεταξύ στη Νάουσα, σκοτώθηκε το 1822 κατά την καταστροφή της Νάουσας από τους Τούρκους. Μετά την αποτυχία στη Μακεδονία, μετέβη στη Θεσσαλία με σώμα Σιατιστινών, και συνεργάστηκε με τους οπλαρχηγούς Νικόλαο Στουρνάρη και Γεώργιο Καραϊσκάκη. Το 1826 βρίσκεται μεταξύ των πολιορκημένων στο Μεσολόγγι, μαζί με τους αδερφούς του, Δημήτριο και Γεώργιο. Συνέταξε την απόφαση της εξόδου καθ' υπαγόρευση του Επισκόπου Ρώγων Ιωσήφ,και επιφορτίστηκε την αποστολή να συντονίσει τις ενέργειες όλων των τμημάτων, ώστε να επιτύχει η Έξοδος. Κατά την έξοδο τραυματίστηκε θανάσιμα ο αδερφός του Δημήτριος.

Με τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους, κατέλαβε διάφορα στρατιωτικά αξιώματα, τόσο επί Καποδίστρια, όσο και επί Όθωνα. Συμμετείχε στην καταστολή των εξεγέρσεων του 1836, όπου σκοτώθηκε ο αδερφός του Γεώργιος, που υπηρετούσε ως ανθυπολοχαγός. Σε μεγάλη ηλικία, εγκαταστάθηκε στη Στυλίδα Φθιώτιδας.

Συγγραφικό έργο
· Ημερολόγιον
· Στρατιωτικά ενθυμήματα: με τα "Ενθυμήματά του" προσφέρει σε όλους τους Έλληνες ένα ανεκτίμητο ιστορικό θησαυρό, που θα συγκινήσει και θα διδάξει τις επερχόμενες γενεές. Υπήρξε ένας από τους κύριους οργανωτές της επανάστασης του Ολύμπου και μετά την αποτυχία της, κατέφυγε στην περιοχή του Ασπροπόταμου και έγινε γραμματικός του καπετάνιου Στορνάρη, τον οποίο και ακολούθησε σε όλες τις μάχες. Περιγράφει επίσης με κάθε λεπτομέρεια την Καποδιστριακή περίοδο μέχρι το 1833. Στο έργο του Κασομούλη καταγράφεται επίσης και η άγνωστη ιστορία του Αρματολισμού στα προεπαναστατικά χρόνια, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Αναμφισβήτητα τα "Ενθυμήματα" του Ν. Κασομούλη, όπως όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν, αποτελούν ένα ανεκτίμητο ιστορικό κειμήλιο για τους απανταχού Έλληνες

Γεωργάκης Ολύμπιος (1772- 1821)

O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε την άνοιξη του 1772 στο Λιβάδι. Η μητέρα του ήταν κόρη Λιβαδιώτη προύχοντα, ο δε πατέρας του Νικόλαος γεννήθηκε στη Φτέρη Πιερίας και καταγόταν από τους φημισμένους αρματωλούς του Ολύμπου, τους Λαζαίους, τους οποίους η Δημοτική μούσα έχει υμνήσει:

Γεωργάκης Ολύμπιος
«Εκεί μοιράζουν τα φλωριά, και τα καπετανάτα Του Νίκου πέφτ’ η Ποταμιά, του Χρίστου η Ελασσώνα ο Τόλιος καπετάνευε στην Κατερίνη εφέτος και το μικρό Λαζόπουλο πήρε την Πλαταμώνα».

Η μητέρα του Νικολέτα πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της. Το χαϊδευτικό όνομα Γιωργάκης, με το οποίο έμεινε στην Ιστορία, δείχνει την άμετρη στοργή, τις φροντίδες και τις περιποιήσεις της γιαγιάς του Αγνής και ολόκληρης της οικογένειάς του, που τον είχε μοναχογιό. Το οικογενειακό του περιβάλλον, των Λαζαίων, δεν τον έκανε μόνο καλό πολεμιστή, αλλά του έδωσε και την καλοψυχία, τη γενναιοψυχία, τη μετριοφροσύνη. Αργότερα ο Γιωργάκης φοίτησε στο ονομαστό Σχολείο του Λιβαδίου κοντά στους σοφούς δασκάλους Ιωνά Σπαρμιώτη και Ιωάννη Πέζαρο. Αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον δεν έπαιξε μικρό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Ολύμπιου. Σ’ όλα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς ο Όλυμπος και τα Πιέρια υπήρξαν αδούλωτα κάστρα Λευτεριάς για το σκλαβωμένο Γένος. Οι φοβεροί καπεταναίοι Ζήδρος, Λάζος, Βλαχάβας κ.ά. αποτέλεσαν τα ωραιότερα πρότυπα παλικαριάς, αντρειοσύνης και φιλελευθερισμού και έβαλαν ανεξίτηλη σφραγίδα στο χαρακτήρα, στο φρόνημα και στις ιδέες του Ολύμπιου.

Όταν τελείωσε το σχολείο, ο πατέρας του, επιθυμώντας την τελειότερη πολεμική μόρφωση του γιου του, τον παρέδωσε στο περίφημο στρατόπεδο του συγγενή του Έξαρχου Λάζου, όπου έφηβος πια ο Γιωργάκης εκπαιδεύτηκε άριστα γιατί την εποχή αυτή το αρματολίκι του Λάζου ήταν μια τέλεια και αξιοζήλευτη πολεμική σχολή. Τα σωματικά αλλά προπαντός τα πνευματικά του προσόντα τον έκαναν σύντομα να διακριθεί, να αγαπηθεί απ’ όλους και να γίνει πρωτοπαλίκαρο του θείου του Τόλιου Λάζου. Με το αρματολίκι του Ολύμπου δοξάζεται στους αγώνες κατά των Τούρκων. Είναι η εποχή που ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων μεθοδεύει την ίδρυση μεγάλου Αλβανικού κράτους, αποσχιστικά προς τη Μεγάλη Πύλη.

Στα 1804 επικεφαλής πολλών αρματολών δέχεται την έκκληση του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς για να βοηθήσουν τη σέρβικη επανάσταση. Ο Ολύμπιος, όπως και ο Ρήγας Φεραίος, πίστευε πως οι Βαλκανικοί λαοί θα απελευθερωθούν από τους Τούρκους μόνο αν πολεμήσουν ενωμένοι. Στη Σερβία με 550 παλικάρια και άλλους καπεταναίους ενώθηκαν με τους Σέρβους επαναστάτες αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους. Μετά από τη σύγκρουση αυτή ο Γεωργάκης Ολύμπιος παρέμεινε στη Σερβία, αγωνιζόμενος ηρωικά στο πλευρό του Σέρβου ηγεμόνα Καραγεώργη και αποκτώντας την αγάπη και το θαυμασμό όλων των Σέρβων. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Σερβία, αλληλογραφεί με τον ηγεμόνα της Βλαχίας Κων/νο Υψηλάντη και τον παρακαλεί να βοηθήσει τη Σέρβικη επανάσταση και να οργανώσει στη Βλαχία ένα κίνημα παρόμοιο με το σέρβικο. Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι θα ανάψει η επαναστατική φλόγα στα Βαλκάνια. Μετά την αποτυχία της Σέρβικης εξέγερσης συνεργάζεται με τον Έλληνα ηγεμόνα Κων/νο Υψηλάντη για τη δημιουργία αξιόμαχου στρατιωτικού σώματος από Έλληνες και Παραδουνάβιους. Το σώμα αυτό το 1806, μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, με 1300 άντρες αγωνίζεται στο πλευρό του Ρώσου αρχιστράτηγου Κουτούζωφ με μεγάλη επιτυχία στη μάχη της Όστροβας. Για το ανδραγάθημά του αυτό, οι Ρώσοι τον παρασημοφορούν και του απονέμουν το βαθμό του Συνταγματάρχη. Τα επόμενα χρόνια άλλοτε στο πλευρό των Σέρβων κι άλλοτε στο πλευρό των Ρώσων αποκτά δόξα και φήμη μεγάλου πολέμαρχου. Η φήμη και το λαμπρό όνομα του Γεωργάκη έφτασε μέχρι τα ανάκτορα της Πετρούπολης. Γνωρίζοντας τις διπλωματικές του ικανότητες ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α΄ με τον Καποδίστρια συμπεριέλαβαν και τον Γεωργάκη στην αντιπροσωπεία του περίφημου Συνεδρίου της Βιέννης το 1815. Στα 1817, μυείται με ενθουσιασμό στη Φιλική Εταιρεία από το Γ. Λεβέντη και δε γίνεται απλό μέλος της αλλά και ένας από τους 12 αποστόλους της. Το καλοκαίρι του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον διορίζει Αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων στη Μολδοβλαχία. Το διορισμό του τον παραδίνουν ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Χριστόφορος Περραιβός και εκείνος με άμετρη μετριοφροσύνη δίνει όρκο πως θα θυσιάσει το παν για την επιτυχία του αγώνα. Το διοριστήριο αυτό έγγραφο διέσωσε ο ιστορικός Γούδας: «…διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν…». Και η απάντηση: «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμιά ανθρώπινος περίστασις».

Τις πνευματικές του ικανότητες τις εκδήλωνε ο Γεωργάκης στις συνεχείς ομιλίες του, εθνικοαπελευθερωτικού περιεχομένου, παντού και πάντοτε, όπου βρισκόταν. Ορκισμένος στις αξίες και τις αρχές της Φιλικής Εταιρείας και διαθέτοντας το ίδιο όραμα με το Ρήγα Φεραίο γύριζε από πόλη σε πόλη κάνοντας ομιλίες. Σε μνημειώδη ομιλία του στην Ακαδημία Ιασίου, της οποίας ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, εκτός από τη γνωστή, προφητική γι’ αυτόν ρήση του ότι: «ο αγωνιστής την ελευθερία ή την κερδίζει μαχόμενος ή την καθαγιάζει πεθαίνοντας», διασώζεται και το εξής απόσπασμα των παροτρύνσεών του προς το ακροατήριο για οικονομική ενίσχυση του αγώνα: «είναι μεγάλο έγκλημα το να συγκεντρώνει κανείς στην κατοχή του αγαθά περισσότερα από αυτά που του χρειάζονται για να ζήσει, γιατί αφαιρεί τη ζωή από άλλους ανθρώπους που στερούνται παντελώς αγαθών». Ο Γεωργάκης Ολύμπιος πίστευε στη μόρφωση του Λαού σα βασικό συντελεστή για την ολοκληρωτική απελευθέρωσή του. Περίφημη είναι η προκήρυξή του, που βρέθηκε στα Αυστριακά αρχεία. Είναι ένα κείμενο που φανερώνει το ηθικό μεγαλείο και την πίστη του στην αξία της παιδείας: «Από τους ομόδοξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια, μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας. Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά για μας. Οι Μοσχοβίτες μεγιστάνες θέλουν πρώτα να ξέρουν ότι έπεσε νεκρό το άνθος της Ελλάδας προτού να έρθει η βοήθειά τους, για να έχουν να κατακτήσουν μόνο αμόρφωτες μάζες και μετά την εξόντωση των μορφωμένων να μη παραλάβουν κανένα πνευματικό παλμό...».

Στα 1821 ο Υψηλάντης κήρυξε την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Ολύμπιος με 1500 παλικάρια τον συναντά γεμάτος ενθουσιασμό παρόλο που ο Υψηλάντης του είχε αφαιρέσει τη γενική Αρχιστρατηγία. Σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης αγωνίζεται με μεγάλο πείσμα και ηρωισμό. Στη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου, 7 Ιουνίου 1821, αν και δεν ήταν παρών απ΄ την αρχή ρίχνεται στη μάχη και με πολύ κόπο και άμεσο κίνδυνο της ζωής του κατόρθωσε να περισώσει τη Σημαία και τα λείψανα του Ιερού Λόχου. Πληγωμένος και ο ίδιος θρηνεί το χαμό τόσων γενναίων παλικαριών. Ο ιστορικός Brofferio γράφει χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό:«Κάθε τι που μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα και το θάρρος το επετέλεσεν την ημέραν εκείνην ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος». Μετά την καταστροφή φεύγουν όλοι να γλιτώσουν. Ο Υψηλάντης του οποίου η ζωή κινδύνευε για ύστατη φορά στηρίχτηκε αποκλειστικά στον ηθικό και υπέροχο χαρακτήρα του Ολύμπιου, ο οποίος με απόλυτη ασφάλεια κατόρθωσε να τον οδηγήσει στα Αυστριακά σύνορα. Ο Υψηλάντης συμβουλεύει τον Ολύμπιο να φύγει κι εκείνος αγέρωχα του απαντά: «Δεν σήκωσα τα όπλα για να τα κρύψω!». Στα τέλη Αυγούστου συναντάται με τον άλλο πολέμαρχο και στενό του φίλο, τον Φαρμάκη και αποφασίζουν να αγωνιστούν ως την τελευταία τους πνοή. Μαζί τους έμειναν μόνο 350 διαλεχτοί πολεμιστές, αποφασισμένοι να προσφέρουν τη ζωή τους στο βωμό της πατρίδας. 

Γεώργιος Λασσάνης (1793 - 1870)

Ο Γεώργιος Λασσάνης ήταν λόγιος και πολιτικός από την Κοζάνη. Ο Γ. Λασσάνης έδρασε ως συγγραφέας, δραματουργός, δάσκαλος ενώ παράλληλα συμμετείχε στην επανάσταση του 1821. Ήταν συνεργάτης του Αλ. Υψηλάντη και βοήθησε στην προετοιμασία της ελληνικής επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Μετά την ίδρυση του Ελλήνικου κράτους κατέλαβε υψηλά αξιώματα.

Γεώργιος Λασσάνης
Ήταν γιος γνωστού Κοζανίτη εμπόρου και έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία, όταν αυτός σκοτώθηκε γυρνώντας απο ένα ταξίδι στη Βιέννη όπου εμπορευόταν. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην Κοζάνη, και στην ηλικία των είκοσι περίπου μετέβη στη Βουδαπέστη, όπου εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στις εμπορικές επιχειρήσεις του συμπατριώτη του Νικολάου Τακιατζή.

Το 1813 αναχωρεί για τη Λειψία της Γερμανίας, όπου φοιτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου της πόλης. Μετά το τέλος των σπουδών του επισκέπτεται διάφορες ρωσικές πόλεις και τη Μόσχα όπου μυείται στη Φιλική Εταιρεία. Το 1818 εγκαθίσταται στην Οδησσό της Ρωσίας, όπου διδάσκει στην εμπορική σχολή της Ελληνικής κοινότητας της πόλης και αναπτύσσει έντονη πνευματική δραστηριότητα στην πόλη.
Το 1820 εγκατέλειψε την διδασκαλία και την Οδησσό και αφού είχε έρθει σε επαφή με τον Αλ. Υψηλάντη τον ακολουθεί ως υπασπιστής του ελληνικού στρατού. Μετ;a την έκρηξη της επανάστασης ο Λασσάνης έγινε χιλίαρχος του Ιερού Λόχου.
Συνελήφθη και φυλακίσθηκε μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη από τους Αυστριακούς. Το 1827 αποφυλακίσθηκαν μετά από μεσολάβηση του Τσάρου Νικόλαου. Αφού φρόντισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ήταν άρρωστος, ήλθε στην Ελλάδα όπου κατατάχθηκε υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της Στερεάς Ελλάδας.
Μετά την ίδρυση του νεοσύστατου κράτους διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του στρατού της ανατολικής Ελλάδας, ενώ διετέλεσε και από το 1837 υπουργός των οικονομικών. Η συγγραφική παραγωγή του Γ. Λασσάνη περιλάμβανε σχολικά εγχειρίδια, θεατρικά έργα, ποιήματα αλλά και ιστορικά κείμενα και πολιτικά δοκίμια καθώς και διάφορες μεταφράσεις. Πέθανε το 1870 σε ηλικία 77 ετών.

Στην Κοζάνη διασώζεται το πατρικό του σπίτι σε κεντρική πλατεία της πόλης η οποία φέρει το όνομά του. Το αρχοντικό του έχει χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο οίκημα και μνημείο. Οι διαστάσεις του αρχοντικού δεν είναι τόσο επιβλητικές όσο άλλων στην Κοζάνη, όμως χαρακτηρίζεται από έναν αρμονικό όγκο, με μορφολογικά χαρακτηριστικά αστικής αρχιτεκτονικής και μία λειτουργικότητα σοφά προσαρμοσμένη στις καιρικές συνθήκες του τόπου. Από τις 11 Οκτωβρίου 2008 στεγάζει τη Δημοτική Χαρτοθήκη Κοζάνης
Οι Δημοτικές εκδηλώσεις στην Κοζάνη στο τέλος του καλοκαιριού, με διάφορους αθλητικούς διαγωνισμούς, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις κ.α. φέρουν το όνομα "Λασσανεία".

Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης (1772 - 1822)

Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου γεννήθηκε το 1772 στη Νάουσα της Μακεδονίας. Κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια της Νάουσας και απέκτησε πλούσια μόρφωση, γεγονός που του απέδωσε και την ιδιότητα του Λογοθέτη. Ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξος και γενναιόδωρος και κατείχε μεγάλη περιουσία. Σπούδασε κυρίως στα Ιωάννινα, όπου πέρασε σχεδόν όλη τη νεανική του ηλικία. Εκεί, ο Αλή πασάς τον ξεχώρισε για το οξύ πνεύμα του, ανάμεσα στη σπουδάζουσα νεολαία και τον έθεσε υπό την προστασία του.
Ζαφειράκης Λογοθέτης

Κατά την τρίτη πολιορκία της Νάουσας από τον Αλή πασά, το 1804, οι Ναουσαίοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Τότε στάλθηκε επιτροπή στα Ιωάννινα με επικεφαλής τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου. Ο Αλή πασάς τότε, διόρισε τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου ως διοικητή στη Νάουσα. Έκτοτε, ο Ζαφειράκης εργάστηκε για την αποτίναξη του ζυγού, διαβάλλοντας τον Αλή πασά στον Οθωμανό βαλή Θεσσαλονίκης. Ο Αλή πασάς εκδίωξε το Ζαφειράκη από τη Νάουσα και ο τελευταίος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Θεσσαλονίκη, κατόπιν στο Άγιο Όρος και τελικά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί διέμεινε 12 χρόνια και τελικά κατάφερε να αποσπάσει διαταγή από το σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, ώστε να επιστρέψει ως πρόκριτος στη Νάουσα. Στο μεταξύ, η Νάουσα είχε ήδη φύγει από την επιρροή του Αλή πασά, από το 1812.

Ως άρχοντας της πόλης, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός λόγω της γενναιοδωρίας του αλλά και του πλήθους έργων που παρέδωσε στην πόλη, όπως ήταν βιομηχανικές μονάδες (ιδιαίτερα οπλισμού), εκκλησίες, σχολεία και έργα οδοποιίας. Η παντοδυναμία του στη Νάουσα όμως, αμφισβητήθηκε έντονα από το Μάμαντη Δραγατά και σύντομα η πόλη χωρίστηκε σε δύο αντιπαλλόμενες παρατάξεις. Κατηγορήθηκε για κατασπατάληση των χρημάτων του κοινού ταμείου, λόγω κυρίως της αλαζονικής συμπεριφοράς του, καθώς εκτός από τους 60 άντρες της προσωπικής του φρουράς (που πληρώνονταν από το κοινό ταμείο), συντηρούσε και άλλους 30 με 40 άντρες με προσωπικά του έξοδα.

Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έκτοτε άρχισε να οργανώνει την επικείμενη επανάσταση στην περιοχή, ερχόμενος σε επαφή με τους αρματολούς, Αναστάσιο Καρατάσο και Αγγελή Γάτσο. Η αντιπαράθεση των κατοίκων της Νάουσας εκείνη την εποχή, για τη συμμετοχή στον αγώνα, ανάγκασε το Ζαφειράκη να εξορίσει τον Μάμαντη Δραγατά στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1822 οργάνωσε την επανάσταση στην Νάουσα, με σκοπό να καταστήσει την πόλη ορμητήριο για επίθεση στη Βέροια και την Έδεσσα. Η εκστρατεία όμως, του Εμπού Λουμπούτ πασά της Θεσσαλονίκης με 18.000 άντρες ανάγκασε τον Ελληνικό στρατό να οχυρωθεί εντός της πόλης. Μετά από πολιορκία τριών εβδομάδων (από τις 27 Μαρτίου έως τις 18 Απριλίου), οι Οθωμανοί τελικά εισέβαλαν στην πόλη και ακολούθησε η καταστροφή της με σφαγές, βιασμούς, αιχμαλωσίες και λεηλασίες. Εντός της πόλης είχαν παραμείνει οι οπλαρχηγοί Ζαφειράκης Θεοδοσίου με τον γιο του Φίλιππο, ο Ιωάννης Καρατάσος, ο Ζώτος, ο Κωτούλας Καρατάσος, ο Τσιούπης, ο Ιωάννης Παπαρέσκας και οι Σιουγκαραίοι προσπαθώντας να προβάλουν μια τελευταία γραμμή αντίστασης. Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου με το γιο του Φίλιππο και το Γιαννάκη Καρατάσο οχυρώθηκαν στον πύργο του Ζαφειράκη, όπου είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα 500 γυναικόπαιδα. Εκεί άντεξαν για τρεις μέρες και στις 21 Απριλίου επιχείρησαν έξοδο. Μάλιστα, για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Οθωμανούς, οι γυναίκες έπνιξαν τα βρέφη. Ο Ζώτος τραυματίστηκε κατά την έξοδο και μη μπορώντας να διαφύγει έμεινε πίσω και ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη. Με τον τρόπο αυτό ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου με τον Γιαννάκη Καρατάσο κατάφεραν να οδηγήσουν τους άντρες έξω από την πόλη, σώζοντας έτσι πολλά γυναικόπαιδα, αλλά οι Τούρκοι τους καταδίωξαν και τους συνέλαβαν στο δάσος του Σοφουλιού έξω από τα Καβάσιλα. Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου και ο Γιαννάκης Καρατάσος καρατομήθηκαν και οι κεφαλές τους περιφέρονταν από τους Οθωμανούς στρατιώτες σε κοντάρια για εκφοβισμό των Ελλήνων.

Η σύζυγος του Ζαφειράκη Θεοδοσίου Λογοθέτη, Μακρυνίτσα ή Κρινίτσα, η Ζαφειράκαινα σφαγιάστηκε μαζί με πολλές άλλες γυναίκες και έγινε σύμβολο που υμνήθηκε από το δημοτικό τραγούδι "Μακρυνίτσα".

Καπετάν Χάψας (Κρυοπηγή Χαλκιδικής - Βασιλικά Θεσσαλονίκης 1821)

Μνημείο του καπετάν Χάψα στο σημείο της μάχης των Βασιλικών, έξω από τη μονή Αγίας Αναστασίας
Ο Σταμάτιος (Στάμος) Κάψας ή καπετάν Χάψας γεννήθηκε στα Παζαράκια (Κρυοπηγή) Χαλκιδικής στα τέλη του 18ου αιώνα. Μετοίκησε σε νεαρή ηλικία στη Συκιά Χαλκιδικής προς αναζήτηση εργασίας. Σύντομα ήρθε σε ρήξη με τους τοπικούς Τούρκους άρχοντες και ξεκίνησε κλέφτικη δράση. Καταξιώθηκε έτσι στα χωριά της Σιθωνίας, στο Χολομώντα και στα Χασικοχώρια (περιοχή Πολυγύρου).

Κατά το ξέσπασμα της επανάστασης, ήταν σερδάρης (χωροφύλακας) της Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους, στις Καρυές. Στις 23 Μαρτίου του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε στη χερσόνησο του Άθω μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια με τη βοήθεια Αινιτών και Ψαριανών καπεταναίων. Εκεί συναντήθηκε με το Στάμο Χάψα και προχώρησαν στη συγκρότηση του επαναστατικού στρατού. Με τη βοήθεια του μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιου στρατολογήθηκαν 1.000 μαχητές μοναχοί. Στο μεταξύ ο Στάμος Κάψας στρατολόγησε άνδρες από όλη τη Χαλκιδική με σχετική ευκολία, λόγω του κύρους που είχε αποκτήσει από την πρότερη δράση του. Οι μαχητές ήταν κυρίως από την Κασσάνδρα, τα Χασικοχώρια και τη Σιθωνία και ιδιαίτερα από τη Συκιά. Το σώμα του Στάμου Χάψα φτάνει τους 2.000 άνδρες. Οι Οθωμανοί μέσα σε αυτό το κλίμα, φοβούμενοι την κλιμάκωση των γεγονότων, προβαίνουν σε ωμότητες εις βάρος των Ελληνικών πληθυσμών στη Θεσσαλονίκη και στον Πολύγυρο. Έτσι, αρχίζουν μικρές επαναστατικές εστίες σε διάφορα σημεία των περιοχών της Χαλκιδικής, της Θεσσαλονίκης και των Σερρών. Οι επαναστάτες είναι πλέον πίσω από τα γεγονότα. Σε έκτακτη σύσκεψη στο Άγιο Όρος την 17η Μαΐου του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς κηρύσσει επίσημα την επανάσταση στη Βόρεια Ελλάδα και αποφασίζεται να διασπαστεί ο επαναστατικός στρατός σε δύο τμήματα. Ο Εμμανουήλ Παπάς με τους Μαδεμοχωρίτες και τους μοναχούς, συνολική δύναμη 1.900 άνδρες κατευθύνονται στη Ρεντίνα, προκειμένου να σταματήσουν τις Οθωμανικές δυνάμεις που έρχονταν από Δράμα και Κωνσταντινούπολη, στα Μακεδονικά Τέμπη.

Ο Στάμος Κάψας με υπαρχηγό των Αναστάσιο Χυμευτό και συνολική δύναμη 2.000 ανδρών κατευθύνονται προς κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ο επαναστατικός στρατός του Στάμου Κάψα προελαύνει και απελευθερώνει το ένα μετά το άλλο τα χωριά και τις πόλεις της περιοχής. Προελαύνει σε Κομίτσα, Ιερισσό, Αρναία, Άγιο Πρόδρομο, Γαλάτιστα και Βασιλικά. Στα Βασιλικά οι επαναστάτες ενώθηκαν με τα ένοπλα σώμα των Βασιλικιωτών και των Βαβδινών. Τελικά οι επαναστάτες στρατοπεδεύουν στη Θέρμη (8 Ιουνίου 1821), προκειμένου να ανασυνταχθούν για την τελική επίθεση στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε μάχη κοντά στη σημερινή Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή με το ιππικό του Αχμέτ μπέη των Γιαννιτσών. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν.

Η φήμη του έχει φτάσει μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου οι Θεσσαλονικείς περιμένουν να τον υποδεχτούν ως απελευθερωτή. Τότε του προσάπτεται και το προσωνύμιο καπετάν Χάψας, με την έννοια ότι έχαφτε τους Τούρκους.
Ο Αυστριακός πρόξενος στην Θεσσαλονίκη, που παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα, σε αναφορά του προς τον Αυστριακό Καγκελάριο Κλέμενς φον Μέττερνιχ αναφέρει μεταξύ άλλων:

"Η Ελληνική επανάσταση, που έχει ξεσπάσει κιόλας σε πολλές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκαλεί τη γενική κατάπληξη. Σταματούν οι δουλειές και όπου υπάρχουν πολλοί Έλληνες οι εχθροπραξίες είναι ανοιχτές... Κινήσεις ζωηρές γίνονται και στη Θεσσαλονίκη μέρα μεσημέρι, επειδή οι επαναστάτες βρίσκονται μόνο λίγες ώρες μακρυά. Βρίσκονται σε ένα χωριό που ονομάζεται Γαλάτιστα και ξεσηκώνουν παντού τις ψυχές των κατοίκων... Πολυάριθμα πολεμικά καράβια με ξεχωριστή καινούρια σημαία λυμαίνονται τη θάλασσα, συλλαμβάνουν τουρκικά πλοία, κάνουν νηοψίες στα πλοία των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, που όμως τα σέβονται... Στο μεταξύ εδώ αυξάνονται οι αταξίες. Η αδημονία και ο γενικός φόβος, μήπως οι Έλληνες χτυπήσουν από στεριά και θάλασσα την πόλη υπάρχει διάχυτος, αν και η κυβέρνηση έχει συλλάβει ως ομήρους τους πιο πλούσιους Έλληνες που ασκούν και την πιο μεγάλη επιρροή."

Τα νέα όμως από το μέτωπο του Εμμανουήλ Παπά δεν είναι καλά, καθώς ο τελευταίος αναγκάζεται σε οπισθοχώρηση μετά τις μάχες της Ρεντίνας και της Απολλωνίας με τις υπέρτερες και καλύτερα οπλισμένες Οθωμανικές δυνάμεις από τη Δράμα και την Κωνσταντινούπολη. Ο Εμμανουήλ Παπάς με μόνο 200 αγωνιστές μέσω Πολυγύρου σπεύδει να ενωθεί με το σώμα του Χάψα. Τελικά οι επαναστάτες του Χάψα οπισθοχωρούν από τη Θέρμη στα Βασιλικά, όπου ενώνονται με τους 200 αγωνιστές του Εμμανουήλ Παπά.

Ο Εμπού Λουμπούτ πασάς της Θεσσαλονίκης έχει συγκεντρώσει πλεόν 35.000 τακτικό στρατό (30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς υπό τον Μπαϊράμ πασά) και σπεύδει να αναμετρηθεί με τους επαναστάτες στα Βασιλικά. Ο καπετάν Χάψας επέλεξε ως σημείο μάχης τη στενωπό της κοιλάδας του Ανθεμούντα, κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας. Τότε ο Στάμος Κάψας αποφασίζει να στείλει τον Αναστάσιο Χυμευτό με τμήμα του στρατού, στην Κασσάνδρα προκειμένου να εξασφαλίσει την περιοχή από ενδεχόμενη απόβαση Οθωμανικών στρατευμάτων μέσω θαλάσσης.

Η μάχη που διεξάγεται είναι άνιση και ο καπετάν Χάψας διαβλέπει τον κίνδυνο πανωλεθρίας, καθώς οι Οθωμανοί προβαίνουν σε σφαγές αμάχων στα Βασιλικά. Τότε, αποφασίζεται, με υπόδειξη του Βασιλικιώτη προύχοντα Γεωργίου Κοτζιά, η οχύρωση εντός του μοναστηριού της Αγίας Αναστασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Οθωμανοί. Στις διαπραγματεύσεις του Εμμανουήλ Παπά με τους μοναχούς, συμφωνείται τελικά η είσοδος μόνο των αμάχων και των γυναικοπαίδων από τα Βασιλικά και τη Γαλάτιστα. Έτσι, ο καπετάν Χάψας αποφασίζει να μείνει στο πεδίο της μάχης με 67 μαχητές, ενώ ο Εμμανουήλ Παπάς με το υπόλοιπο στράτευμα να συνοδέψει τα γυναικόπαιδα στη μονή.

Η αυτοθυσία και ο ηρωισμός του καπετάν Στάμου Χάψα ήταν συγκινητικός, καθώς αγωνίστηκε μέχρις εσχάτων ώστε να εξασφαλίσει τη σωτηρία των αμάχων. Στο πεδίο της μάχης, τη 10η Ιουνίου του 1821 σκοτώθηκαν και οι 68 αγωνιστές (οι περισσότεροι από τη Συκιά) μέχρις ενός. Σήμερα το σημείο αυτό ονομάζεται "Κομμένοι" ή "Συκιωτούδια" και έχει κατασκευαστεί μνημείο της θυσίας. Στη μαρμάρινη πλάκα αναγράφει:

ΤΟ ΜΑΚΕΔΝΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΕΝΟΣ ΠΡΟΜΑΧΕΙ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΩΝ.

Η τελευταία αναφορά για τον Χάψα είναι ότι τον είδαν να ορμάει με το σπαθί στο χέρι και ένα μαχαίρι στα δόντια, στον κύριο όγκο του τουρκικού στρατεύματος. Τον ακολούθησαν οι Βαβδινοί οπλαρχηγοί Χαλάλης, Τουρλάκης και Καραγιάννης.

Άγγελος ή Αγγελής Γάτσος

Ο Άγγελος Γάτσος (Σαρακηνοί Πέλλας, 1771 - Χαλκίδα, 1839)
ήταν σλαβόφωνος Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής επανάστασης του 1821 από τους Σαρακηνούς Αλμωπίας του νομού Πέλλας. Περιγράφεται ως ψηλός, ξανθός, δασύτριχος, ατρόμητος στις μάχες και ιδιαίτερα ρωμαλέος.

Στις αρχές του 1822 ο Γάτσος συμμετείχε στη σύσκεψη στη μονή της Δόβρας της Ημαθίας, όπου αποφασίστηκε από αρματολούς και προκρίτους της ευρύτερης περιοχής, η διεξαγωγή ένοπλης εξέγερσης με κέντρο την Νάουσα. Ο Γάτσος είχε ενεργή συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή, με κυριότερες την αποτυχημένη επίθεση κατά της Βέροιας και την άμυνα στην πόλη της Νάουσας, η οποία τελικά έπεσε στις 13 Απριλίου 1822 στα χέρια των οθωμανικών στρατευμάτων έπειτα από σκληρές μάχες με επακόλουθο την πλήρη καταστροφή της πόλης και τη γενική σφαγή.

Κατά την είσοδο του οθωμανικού στρατού στη Νάουσα, αιχμαλωτίστηκε ο γιος του, Νικόλαος, η σύζυγός του και οι κόρες του. Η σύζυγός του μάλιστα, έγκυος ούσα, γέννησε στις φυλακές. Μετά την άλωση της Νάουσας, ο Γάτσος κατέφυγε μαζί με τους Τάσο Καρατάσο, Τσάμη Καρατάσο, Κωνσταντίνο Δουμπιώτη, Γ. Συρόπουλο, Τόλιο Λάζο και Κότα στον Ασπροπόταμο της Θεσσαλίας. Ως υπαρχηγός του σώματος Καρατάσου θα συνδράμει στις πολεμικές επιχειρήσεις των Καραϊσκάκη και Ράγκου στα Άγραφα και έπειτα θα μεταβεί στο Μεσολόγγι.

Το ίδιο έτος θα συμμετάσχει στην αποτυχημένη εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο. Μάλιστα, συνδράμει τους Μάρκο Μπότσαρη, Βλαχόπουλο, Βαρνακιώτη και Καρατάσο στον κυκλικό ελιγμό 1.200 ανδρών με στόχο την ενίσχυση του Σουλίου. Τελικά, παρά τη σύγχυση που επήλθε στις τάξεις των Οθωμανών, οι επαναστάτες θα υποχωρήσουν έπειτα από την μάχη στην Πλάκα Πραμάντων, στις 29 Ιουνίου του 1822.  Μάλιστα, σε εκείνη τη μάχη θα σκοτωθεί και ο αδελφός του Γάτσου, Πέτρος.

Μετά την αποτυχία της εκστρατείας στην Ήπειρο, ακολούθησε τον Γενναίο Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο όπου επικεφαλής 100 Μακεδόνων, πολέμησε μαζί με τον υιοθετημένο του γιο, Δημήτριο, στη νικηφόρα μάχη των Δερβενακίων κατά των στρατευμάτων του Δράμαλη όπως και στις επιχειρήσεις στην Κορινθία.

Τον Αύγουστο του 1824 στάλθηκε μαζί με άλλους Θεσσαλούς και Μακεδόνες οπλαρχηγούς και ένοπλους, από τις Βόρειες Σποράδες όπου βρίσκονταν, στην Ύδρα με σκοπό να εξασφαλίσουν το νησί από ενδεχόμενη τουρκική επίθεση. Αργότερα, το ίδιο έτος, συμμετείχε στην εκστρατεία των κυβερνητικών δυνάμεων κατά των αντιφρονούντων της Πελοποννήσου στα πλαίσια του εμφυλίου. Στα τέλη του 1823 βρισκόταν στο Τρίκερι, που αποτελούσε τον μοναδικό θύλακα των επαναστατών στη Θεσσαλία, με τους Αν. Καρατάσο, Μπασδέκη κ. ά. Μάλιστα, αντιτάχθηκε στην αυθαίρετη και μεμονωμένη απόφαση του Καρατάσου, ο οποίος υπέγραψε χωριστή συνθήκη ειρήνης με τον Κιουταχή που οδήγησε τελικά στην απόσυρση των ελληνικών δυνάμεων από το Τρίκερι.

Τον Μάρτιο του 1825 συμμετείχε στη μάχη της Σχινόλακκας κατά των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ, κατά την οποία οι Έλληνες επαναστάτες κατάφεραν να επικρατήσουν. Το 1826 κατέκρινε τις πειρατικές επιχειρήσεις των Θεσσαλών και Μακεδόνων ενόπλων ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους αποβιβάστηκε μαζί με τον Καρατάσο και 1500 ένοπλους στις Θερμοπύλες. Εκεί επήλθε διαφωνία με τον Καρατάσο πάνω σε θέματα τακτικής και στις 9 Νοεμβρίου χτυπήθηκε με οθωμανικά στρατεύματα στη μάχη της Αταλάντης.

Θεοδόσης Στέριου (1780-1865) ) ένας άγνωστος ήρωας από το Λιβάδι Θεσσαλονίκης

Τα χωριά Λιβάδι και Περιστερά έχουν να επιδείξουν μέγιστη συμβολή στην επανάσταση του 1821 στη Χαλκιδική με μεγάλο αριθμό αγωνιστών για τους οποίους υπάρχει αφθονία στοιχείων και είναι απορίας άξιον που δεν ενδιαφέρεται κανείς από τα συγκεκριμένα χωριά για τους ήρωες τους. Παρακάτω παρατίθεται μια αίτηση που υπέβαλλε ο Θεοδόσιος Στέριου το 1841 στην Αταλάντη, όπου εξιστορεί τα κατορθώματά του.

Ο υποφαινόμενος από αρχής του αγώνος λαβών τα όπλα εις χείρας μου ακόμη από την κωμόπολη μας Λιβάδι της επαρχίας Αρδαμερίου της Μακεδονίας με όλους τους συμπολίτας μου επικεφαλής των οποίων ως οπλαρχηγός αντιπαρετάχθην εκεί και εις τα πέριξ αυτής κατά του από Θεσσαλονίκης διορισθέντος αρχηγού Ισμαήλ Αγά Κεσίμογλου έχοντος περίπου 5000 εχθρικόν στράτευμα. Επομένως με διαφόρους εν διάφορα μέρη ακροβολισμούς διατηρήσας τα γυναικόπαιδα του μέρους εκείνου έφθασα εν τη χερσόνησο Κασσάνδρα όπου και κατετάχθην υπό την οδηγίαν του γενικού της Μακεδονίας αρχηγού Εμμανουήλ Παπά Σερραίου με τους υπό την διεύθυνσήν μου στρατιώτας και υπηρέτησα εις όλην την διάρκειαν του πολέμου έως της καταστροφής της από το εχθρικόν του σατράπη Λουμπούτ πασά και άλλων 40000 όλον εχθρικόν στράτευμα. Επομένως καταφυγών ως τοιούτος εις Πελοπόννησον με τους υπό την οδηγίαν μου εναπομείναντας στρατιώτας, κατετάχθην εις το σώμα του αρχηγού Παναγιώτη Ζαφειρόπουλου εις τας μάχας Δερβενακίων και Άργους κατά του Δράμαλη και άλλων. Επομένως υπό την οδηγίαν του Νικολάου Σουλιώτου κατά του ίδιου Δράμαλη και άλλων πάλι εις Άργος και εις τα πέριξ. Έπειτα υπό την οδηγίαν του Θεοδωράκη Ζαχαρόπουλου κατά του Ιμπραήμ πασά εις τα μέρη της Καλαμάτας και των πέριξ. Έπειτα υπό την οδηγίαν του Καρατάσιου κατά του Ιμπραήμ εις Σχοινόλακκα. Έπειτα υπό την οδηγίαν του ταγματάρχου Κωνσταντίνου Δουμπιώτου εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου όπου και όπως το εκάλεσεν η χρεία τότε.

Έπειτα υπό την οδηγίαν του Δημητρίου Κριεζή Υδραίουεις την Ύδραν και επομένως εις την πολιορκίαν των Παλαιών Πατρών και αλλαχού.
Έπειτα επανελθών κατά το 1826 εις τας νήσους Σκιάθον και Σκόπελον συσσωματωθείς με το Μακεδονικό σώμα του προειρηθέντος Κωνσταντίνου Δουμπιώτου αντιπαρετάχθημεν εις την Ορμύλιαν με τον Ομέρ Βεργιόνην, εις Τρίκερην με τον Νούρκα μπέη και εις την Αταλάντην με τον Μουστά μπέη. Έπειτα εδιορίσθην εις την Σκόπελον πολιτάρχης δια την ευταξίαν. Ότε μετέβησαν

Ας μη βρέξει ποτέ το σύνεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
……
Ω γνήσια της Ελλάδος τέκνα. ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως, τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον


 



 Επιμέλεια άρθρου
 Παπανικολάου Στυλιανός

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια