Η συνεισφορά των Μακεδόνων εις τον υπέρ της Ελευθερίας Ιερόν Αγώνα των Ελλήνων το 1821, υπήρξε αποφασιστικής σημασίας και σπουδαιότητάς. Η Επανάσταση στη Μακεδονία και το Άγιον Όρος υπήρξε μία από τις κύριες συνιστώσες της Εθνεγερσίας. Η Φιλική Εταιρεία είχε αναπτύξει ένα πυκνό δίκτυο στελεχών της στον μακεδονικό χώρο, το οποίο προετοίμασε την Επανάσταση κινητοποιώντας τους κατοίκους και διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Έλληνες. Για περίπου δύο χρόνια, από την άνοιξη του 1821 έως τα τέλη του 1822, οι Μακεδόνες επαναστάτησαν για να αποτινάξουν την οθωμανική κυριαρχία.
Οι επαναστάσεις στη Χαλκιδική, στον Όλυμπο, στη Νάουσα και στη δυτική Μακεδονία ήταν ορισμένα μόνο γεγονότα του εθνικού ξεσηκωμού στα μακεδονικά εδάφη. Μακεδόνες πρόκριτοι και έμποροι, εξέχουσες προσωπικότητες και γόνοι γνωστών μακεδονικών οικογενειών με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και επιρροή στην τοπική κοινωνία, όπως ο Καπετάν Χάψας, ο Εμμανουήλ Παπάς, ο Τσάμης Καρατάσος, ο Αγγελής Γάτσος, ο Νικόλας Κασομούλης ο Ζαφειράκης Λογοθέτης, ο Γεώργιος Λασσάνης, ο Ζαχαρίας Αθανασίου ο Αναστάσιος Καρατάσος και ο Γεωργάκης Ολύμπιος συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της εθνικής εποποιίας μαζί με πολλούς άλλους, επώνυμους και ανώνυμους, Μακεδόνες αγωνιστές που συστρατεύθηκαν εξαρχής στην εθνική υπόθεση.
Ωστόσο η Επανάσταση στη Μακεδονία, καταπνίγει στο αίμα, αφού οι Τούρκοι διέθεσαν προς τούτο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Παρά ταύτα, όμως, το αγωνιστικό φρόνημα των Μακεδόνων δεν κάμφθηκε και συνέχισαν ούτοι απτόητοι τον Αγώνα, παρέχοντες την συνδρομή τους στη λοιπή αγωνιζόμενη Ελλάδα και προσφέροντες εις αυτήν τους βραχίονες και το αίμα τους. Προκειμένου, λοιπόν, να συνεχίσουν τον αγώνα τους και την πολύτιμη συνεισφορά τους στην Εθνεγερσία, κατήλθαν στην Νότιο Ελλάδα και αφού συγκρότησαν την Μακεδονική Φάλαγγα, παρέσχον αμέριστη τη συνδρομή τους στην απελευθέρωση της Χώρας μας μέχρι του τυπικού τέρματος της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821
Οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί του 1821
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣΟ Σερραίος αρχιστράτηγος των Mακεδονικών δυνάμεων της Eλληνικής Eπανάστασης του 1821.
Εκείνος ο οποίος λαμπρύνει κατ' εξοχήν τις χρυσές δέλτους της ένδοξης ιστορίας του γένους και περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στην ανατολική Μακεδονία ειδικότερα, είναι ο μεγαλέμπορος - τραπεζίτης Εμμανουήλ Παπάς, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα (νυν Εμμανουήλ Παπάς) των Σερρών από πατέρα ιερέα, μορφώθηκε στο εις Σέρρας από του έτους 1735 λειτουργούν ελληνικό σχολείο και αναδείχθηκε σε ένα από τους πλέον επιφανείς άνδρες των Σερρών της εποχής εκείνης, διακρινόμενος για τη θεοσέβεια και τη φιλοπατρία του. Η ευφυία, η τιμιότητα και οι πολυσχιδείς ικανότητές του τον ανέδειξαν σύντομα σε μεγαλέμπορο, τραπεζίτη και κορυφαίο πολίτη, απολαμβάνοντας γενικής εκτιμήσεως.
Ο Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821) ξεκίνησε με πολύ λίγες γραμματικές γνώσεις, όπως φαίνεται από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του καθώς και με λίγα χρηματικά μέσα, όπως όλοι γενικά οι Έλληνες της εποχής. Ίσως η πρώτη αρχή να ήταν το μπακάλικο της Δοβίστας που είχε αγοράσει ο αδελφός του Γιωργάκης Οικονόμου. Ευφυής όμως και τολμηρός δεν άργησε αρχίζοντας από μικρέμπορος να εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο των Σερρών, με καταστήματα στην Κων/πολη και στη Βιέννη, ν' αποκτήσει σημαντική περιουσία, κινητή και ακίνητη, πάνω από 300.000 τάλιρα, να γίνει δανειστής των Τούρκων αγάδων και μπέηδων της περιοχής, να συνάψει στενές σχέσεις μαζί τους και να τους επηρεάζει πολύ, προ πάντων τον πανίσχυρο τοπάρχη Ισμαήλ μπέη, που ήταν στη Μακεδονία ο αντίποδας του Αλή πασά της Ηπείρου.
Με την θερμή υποστήριξη και προστασία του Παπά πολλά ωφελήθηκε η ελληνική κοινότητα των Σερρών. Μετά το θάνατο του Ισμαήλ (1814) ο σπάταλος και άσωτος γιος του, αλλά γενναίος πολεμιστής Γιουσούφ μπέης δημιούργησε τόσο μεγάλα χρέη, 40.000 μαχμουτιέδες (1 περίπου εκατομμύριο χρυσές δραχμές), ώστε ήταν αδύνατο να τα ξεπληρώσει. Όταν ο Παπάς ζήτησε με επιμονή να του ξοφλήσει μέρος τουλάχιστον του δανείου, ο Γιουσούφ του έδωσε μόνο το μισό του χρέος και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Τότε ο Παπάς αναγκάστηκε, τον Οκτώβριο του 1817, να φύγει κρυφά στην Κων/πολη, όπως αφηγείται στον μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο, τον οποίο παρακαλεί να προστατεύει την οικογένειά του κατά τη διάρκεια της απουσίας του από τις επιβουλές του Γιουσούφ, ο οποίος είχε βάλει ανθρώπους να του κάψουν το σπίτι. Φοβάται όμως ο Παπάς να μεταφέρει την οικογένειά του στην Πόλη, μήπως ο Γιουσούφ κατά τη μεταφορά της, βάλει ανθρώπους και σκοτώσουν τα παιδιά του. Λυπάται επίσης που άφησε τους συμπολίτες του χωρίς την προστασία του. «Και ο αισχροκερδής διοικητής τώρα θέλει να εύρει τον καιρόν να τους τυραννεί και να τους γυμνώνει επειδή μόνη η νουθεσία και η σκέψη μου εμπόδιζε τας σκευωρίας και τα ενεδρεύματά του».
Στην Κων/πολη γνωρίζεται και συνδέεται με το φιλικό Κωνσταντίνο Παπαδάτο, ο οποίος του κάνει τις προκαταρκτικές κρούσεις για ενδεχόμενη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία· Ο Σερραίος πατριώτης ανταποκρίνεται με ενθουσιασμό. Εκεί, ύστερα από 2 χρόνια, στις 21 Δεκεμβρίου του 1819, σε ηλικία 47 χρόνων μυείται και με "το αφιερωτικό" του προς τον επίσκοπο Σερρών Χρύσανθο υπόσχεται να καταθέσει στο ταμείο της 1.000 γρόσια «ως προοφειλομένην συνδρομή βοηθητική για την δημιουργημένη και μάλλον ήδη ενεργουμένην σχολή της πατρίδος» (όπως συνήθως γινόταν λόγος στα σχετικά έγγραφα της φιλικής εταιρίας), η οποία σχολή λίγες γραμμές παρακάτω αναφέρεται χαρακτηριστικά ως "Σχολή του Πανελληνίου". Ο Παπάς υπόσχεται στο τέλος ότι όταν βεβαιωθεί ότι η σχολή προκόβει, θα συνεισφέρει και άλλα «το κατά δύναμιν όλην ……. Προς καταρτισμό και βελτίωσιν αυτής».
Το πιο παλιό έγγραφο που σώζεται είναι ένα μονόφυλλο γεμάτο ορθογραφικά λάθη με ημερομηνία 1 Μαΐου 1793, στο οποίο ο Εμμανουήλ Παπάς καταγράφει, όπως συνήθιζαν τότε πολλοί Έλληνες, τα ονόματα των 11 παιδιών του κατά σειρά γεννήσεως. Ο Εμμανουήλ Παπάς μέσα σε 22 χρόνια γίνεται ο αρχηγός μιας πολυμελούς, μιας πατριαρχικής οικογένειας, που αποτελείται από 8 αγόρια και 3 κορίτσια (σχεδόν σε κάθε δύο χρόνια αναλογεί και ένα παιδί).
Στην Κων/πολη κατορθώνει ο Παπάς να εισπράξει το χρέος του Γιουσούφ μέσω της Πύλης. Και είναι πολύ πιθανόν ότι μαζί με τον Κ. Κουμπάρη και τον Γ. Σταματά προχώρησε πολύ στη μύηση και άλλων μελών στην Κων/πολη και στην είσπραξη αντιστοίχων ποσών, με τα οποία σκόπευε ο Υψηλάντης να οργανώσει "κάσα" για την χρηματοδότηση του αγώνα. Στις Σέρρες, την απουσία του προσπαθεί να καλύψει ο μεγαλύτερος γιος του Αθανάσιος, ο οποίος τον αντικαθιστά στις διάφορες εργασίες του και ο οποίος δε θα διστάσει να δανείσει ακόμα και άτοκα στους κατοίκους της ιδιαίτερης πατρίδας του πατέρα του· χρήματα που τελικά δεν εισπράχτηκαν ποτέ σε εποχή που κυριολεκτικά οργίαζε η τοκογλυφία
Δεν υπάρχει κάποια αποτύπωση της φυσιογνωμίας του μεγάλου αυτού τέκνου της Σερραϊκής γης ούτε σε ζωγραφιά, ούτε σε κάποια γκραβούρα της εποχής αλλά ούτε και κάποια περιγραφή του. Η μοναδική αναφέρεται από τον Ευάγγελο Στράτη στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στα 1914 και από αυτό δανειζόμαστε τα όσα προηγουμένως αναφέραμε σύμφωνα πάντοτε με όσα γράφει για αυτόν ο Σερραίος λόγιος και ιστορικός.
Ο Εμμανουήλ Παπάς εμυήθη στη Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη, στην οποία και διέθεσε όλη τη μεγάλη περιουσία του, αλλά και όλο του το είναι. Πιστός στον όρκο του προς τη Φιλική Εταιρεία, ο Εμμανουήλ Παπάς αναλαμβάνει να εκτελέσει τις οδηγίες που του έδωσε ο αρχηγός και φίλος του Αλέξανδρος Υψηλάντης. Προς τούτο αγοράζει ικανή ποσότητα όπλων και πολεμοφοδίων και στις 23 Μαρτίου 1821 τα φορτώνει σε καράβι και αναχωρεί για το Άγιον Όρος μαζί με τον Ιωάννη Χατζηπέτρου, υπασπιστή του και τον Δημήτριο Οικονόμου, γραμματέα του. Το Άγιον Όρος θεωρούνταν -κακώς βέβαια- ως το καταλληλότερο ορμητήριο για την εξέγερση της Μακεδονίας, όχι μόνο γιατί η χερσόνησος ήταν φυσικά οχυρή, αλλ' ακόμη γιατί οι 3.000 περίπου άνδρες, που μόναζαν στα 20 μοναστήρια και στα 300 περίπου κελιά, σκήτες, καθίσματα και ησυχαστήρια θα μπορούσαν να αποτελέσουν αξιόλογη στρατιά. Το έδαφος παρουσιαζόταν ώριμο για την εξέγερση, γιατί δυο χρόνια τώρα οι μοναχοί είχαν υποφέρει πολλά από τις αυθαιρεσίες και αργυρολογίες του Τούρκου διοικητή. Έπειτα ορισμένοι φαίνεται ότι είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία. Στην πραγματικότητα όμως ούτε η κατάλληλη προετοιμασία είχε γίνει, ούτε και οι επαναστατικές ιδέες συμβιβάζονταν με τον ιδεολογικό κόσμο των μοναχών και με το αγιορείτικο καθεστώς.
Το επαναστατικό κίνημα του Εμμανουήλ Παπά έφτασε στο τέλος του σύντομα και άδοξα. Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, Γιουσούφ Μπέης απέστειλε μεγάλη στρατιωτική δύναμη στον Άθω και μόλις έφθασε αυτή, άρχισε να καταπιέζει παντοιοτρόπως τους κατοίκους της περιοχής, πολλοί από τους οποίους αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στα βουνά.
Την παραμονή της ημέρας που ορίστηκε για επίθεση κατά του Πολυγύρου (δηλαδή την 16η Μαΐου), οι Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να βρίζουν τους χριστιανούς και να τους απειλούν με γενική σφαγή. Οι κάτοικοι του Πολυγύρου οπλίσθηκαν και ορκίστηκαν επί του Σταυρού, κήρυξαν την επανάσταση και το πρωί της 17ης Μαΐου σκότωσαν τον Τούρκο υποδιοικητή και τους δεκαοκτώ στρατιώτες της φρουράς του και αυθημερόν, για να προλάβουν την είσοδο της επερχόμενης τουρκικής δυνάμεως που αποτελούνταν από χίλιους άνδρες, χωρίστηκαν σε δύο μέρη και επιτέθηκαν, οι μεν κατά του Τσιρίμπαση, οι δε κατά του Χασάναγα, τους οποίους και ανάγκασαν σε υποχώρηση.
Ο Γιουσούφ Μπέης, πληροφορήθηκε τα γεγονότα και κατέσφαξε πολλούς από τους Έλληνες της Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων τον επίσκοπο Κίτρους Ιωσήφ και τους προύχοντες Χριστόδουλο Μπαλάνο, Χρήστο Μενεξέ και Αναστάσιο Κυδωνιάτη.
Το μαρτύριο των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης έγινε γνωστό στη Χαλκιδική και στην ανατολική Μακεδονία και έγινε αφορμή να εξαφθεί ακόμα περισσότερο το μίσος κατά των Τούρκων και να γιγαντωθεί ο πόθος για την ελευθερία. Προς τούτο στο Πρωτάτο των Καρυών συγκροτήθηκε υπό τον Εμμανουήλ Παπά γενική συνέλευση και αποφασίστηκε η καθαίρεση του Ζαμπίτη (αστυνόμου) του Άθω, Χασεκή Χαλήλ Μπέη. Παράλληλα, συστάθηκε γενική εφορεία από αντιπροσώπους όλων των ιερών Μονών για την εσωτερική διοίκηση και οικονομική επιμελητεία του πολέμου και προσκλήθηκαν όλοι οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα μοναχοί του Αγίου Ορους. Ύστερα απ' αυτά, σε συγκινητική εκκλησιαστική τελετή, κηρύχθηκε η επανάσταση υπό τις ευλογίες του μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνσταντίου και αναγορεύθηκε ο Εμμανουήλ Παπάς αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας.
Στις 8 Μαΐου στις Σέρρες συμβαίνουν δραματικά γεγονότα, όμως τελικά η πόλη σώζεται από την άγρια μανία του τουρκικού όχλου. Ταυτόχρονα η Φαίδρα, η γυναίκα του Εμμ. Παπά και η οικογένειά του φυλακίζονται, δημεύεται η περιουσία του και κατάσχονται 13 βαρέλια με χρυσά φλωριά.
Στις 2 Ιουνίου οι δυνάμεις προελαύνουν προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα "ρέμπελο ασκέρι" που δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς ενισχύσεις, πολεμοφόδια και το κυριότερο, ηγεσία. Γι' αυτό και η επανάσταση στη Χαλκιδική θα συρρικνωθεί γρήγορα και οι επαναστάτες θα περάσουν τεσσερεισήμισυ μήνες αποκλεισμένοι στις δυο χερσονήσους. Είναι η εποχή που ο Δημήτριος Υψηλάντης ονομάζει τον Παπά "πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης".
Η πτώση της Κασσάνδρας και "η αντιδραστική στάση" των μοναχών κάνουν την κατάσταση απελπιστική, ενώ άγριος, αποφασιστικός και ακάθεκτος εισβάλλει στη Χαλκιδική ο Μεχμέτ Εμίν πασάς της Θεσσαλονίκης καταστρέφοντας, καίγοντας, σφάζοντας και ισοπεδώνοντας τα πάντα.
Ο Εμμανουήλ Παπάς αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Μονή Εσφιγμένου, να μπει σ΄ ένα καράβι και να πάρει την κατεύθυνση για Ύδρα, έχοντας μαζί του το μικρό του γιο, τον Γιαννάκη καθώς και το προσωπικό του αρχείο. Όμως οι μέχρι τότε κακουχίες, η κούραση, αλλά και η απογοήτευση είχαν φθείρει την υγεία του Σερραίου επαναστάτη, με αποτέλεσμα να πάθει καρδιακή προσβολή και να πεθάνει πριν το καράβι φθάσει στην Ύδρα, όταν αυτό περιέπλεε τον Καφηρέα.
Στην Ύδρα θάφτηκε το σώμα του στις 5 Δεκεμβρίου 1821 με τιμές στρατηγού. Στις 17/5/66 τα οστά του μεταφέρθηκαν στις Σέρρες και τοποθετήθηκαν στη βάση του ανδριάντα του ήρωα που κοσμεί την κεντρική πλατεία Ελευθερίας. Από τα παιδιά του ο Αθανάσιος αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα (1826), ο Ιωάννης σκοτώθηκε στο Νεόκαστρο ( 1825) και ο Νικόλαος στην Αττική.
Τα παιδιά του
Ο Εμμ. Παπάς είχε έντεκα παιδιά (8 αγόρια και 3 θυγατέρες). Παραθέτουμε τα ονόματά τους, έτσι όπως αυτά αναφέρονται από τον ίδιο μαζί με την ημερομηνία γέννησής τους στο προσωπικό του αρχείο:
1. Αθανασάκης (25 Αυγούστου 1794) - Αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα.
2. Αναστασάκης (13 Ιουνίου 1796) - Αγωνίστηκε στην άμυνα του Μεσολογγίου.
3. Γιαννάκης (29 Σεπτεμβρίου 1798) - Σκοτώθηκε με τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι
4. Νεραντζή (13 Απριλίου 1801)
5. Νικολάκης (7 Μαρτίου 1803) - Σκοτώθηκε στο Καματερό Αττικής πολεμώντας με αρχηγό τον Γ. Καραϊσκάκη
6. Μιχαήλος (24 Μαΐου 1805)
7. Γιώργης (25 Αυγούστου 1807)
8. Ελένη (19 Μαΐου 1809)
9. Αλέξανδρος (23 Οκτωβρίου 1811)
10. Ευφροσύνη (23 Οκτωβρίου 1813)
11. Κωστάκης (26 Αυγούστου 1816)
ΘΟΥΡΙΟΝ ΕΜΜ. ΠΑΠΑ
Το 1965 ο Σερραίος μουσικός Χρήστος Σταματίου μελοποιεί το "Θούριο του Εμμανουήλ Παπά" του επίσης Σερραίου λογίου Αναστασίου Γαλδέμη που τραγουδήθηκε ουσιαστικά στην πόλη των Σερρών μέχρι τη δεκαετία του 1970, ιδιαίτερα σε εθνικές επετείους και τις συναυλίες του «ΟΡΦΕΑ».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Τα στοιχεία για τον Εμμ. Παπά καθώς και τα ονόματα των παιδιών του είναι από το βιβλίο του καθηγητή της Ιστορίας Αποστόλου Ε. Βακαλόπουλου:
"Εμμανουήλ Παπάς - "Αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας" - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ",
έκδοση: "Ίδρυμα μελετών χερσονήσου του Αίμου" Θεσσαλονίκη 1981.
Εικονογραφημένη ιστορία των Σερρών τόμος Α΄, Βασίλη Ι. Τζανακάρη , Σέρρας 1991
40 Τραγούδια της πόλης των Σερρών, Γιώργου Αγγειοπλάστη, Σέρρας 1994
Αβραμίδου Χαρίκλεια
Αθανασιάδης Αθανάσιος
Ζαχαρίας Αθανασίου ένας αγωνιστής του 1821 από τις Σέρρες
Ο Ζαχαρίας Αθανασίου γεννήθηκε στις Σέρρες το 1801, το ξέσπασμα της επανάστασης τον βρήκε στην Αίγυπτο, από όπου επέστρεψε στην Ελλάδα το 1822. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα και μέχρι το 1833 υπηρέτησε την πατρίδα και αγωνίστηκε σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων. Αρχικά τέθηκε υπό την οδηγία του οπλαρχηγού Γ.Κομαρτζή από το Μέτσοβο, έπειτα για τρία χρόνια αγωνίστηκε πλάι στον Χατζηχρήστο. Μέχρι το τέλος της δράσης του δραστηριοποιήθηκε επίσης με τους οπλαρχηγούς Κων.Χορμόβα, Νότη Μπότσαρη και Μαλάμο. Η έντονη δράση του φανερώνεται από τις τρεις πληγές που απέκτησε σε ισάριθμες μάχες στα Δερβενάκια, στον Πειραιά και στη Χίο με αποτέλεσμα να μείνει ανάπηρος στο ένα του χέρι. Μετά το τέλος του αγώνα και μέχρι το 1833 ο Ζαχαρίας Αθανασίου υπηρέτησε στη χωροφυλακή της περιοχής Λαμίας, όπου και εγκαταστάθηκε κατά πάσα πιθανότητα έως το τέλος της ζωής του.
Αναστάσιος Καρατάσος (1764- 1830)
Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος (1798-1861)
Ο Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος, ήταν κλέφτης, γιος του Αναστάσιου Καρατάσου που είχε πρωτοστατήσει στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, στην περιοχή της Νάουσας.
Τσάμης Καρατάσος |
Ήταν, όπως κι ο πατέρας του, οπαδός της Ελληνοσερβικής συμμαχίας, με σκοπό την απομάκρυνση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά την περίοδο 1844-1853, ταξίδευσε στις Σερβικές κοινότητες της Τεργέστης και των Σκοπίων, με σκοπό να βρει υποστήριξη για τον κοινό σκοπό. Οι διαβουλεύσεις του, ήταν ημιεπίσημες, προσπαθώντας έτσι να διερευνήσει και να καλλιεργήσει κλίμα συνεργασίας, στη σφαίρα της μυστικής διπλωματίας.
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, ο Τσάμης Καρατάσος συνέχισε τις προσπάθειες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, συμμετέχοντας στην επανάσταση της Χαλκιδικής, το 1854. Ήταν ένας από τους βασικούς εμπνευστές της επανάστασης, γνωστός με το προσωνύμιο "Γερο-Τσάμης".
Οι επαναστάσεις των Μακεδόνων είχαν την υποστήριξη του Όθωνα, που πίστευε ότι η απελευθέρωση της Μακεδονίας και άλλων περιοχών της Ελλάδας είναι δυνατή, ελπίζωντας σε Ρωσική στήριξη. Η επανάσταση, όμως απέτυχε, δημιουργώντας εντάσεις στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις τα προσεχή χρόνια.
Ο Καρατάσος ήταν πεπεισμένος ότι μόνο μια Ελληνοσερβική συμφωνία θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία αποχώρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα Βαλκάνια. Το 1859 άρχισε να δημοσιεύει τις προτάσεις του σε άρθρα εφημερίδας, ενώ προσπαθούσε να προσεγγίσει τους εκπροσώπους των Σερβικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, προκειμένου να τον υποστηρίξουν και να τον βοηθήσουν στο σκοπό του. Ο Όθων ήταν θετικός και επικροτύσε αυτές τις επαφές. Έτσι το 1861, μετέβη στο Βελιγράδι για να υπογράψει την πρώτη επίσημη συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες. Κατά την παραμονή του εκεί, πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες (πιθανόν από κάποια αρρώστια), ενώ σχεδίαζε κοινή εξέγερση Ελλήνων και Σέρβων. Μετά από μερικούς μήνες, ο Όθων αποπέμφθηκε λόγω λαϊκής εξέγερσης κι έτσι η Ελληνοσερβική συμμαχία, έπρεπε να περιμένει 25 χρόνια, μέχρι να υπογραφεί η πρώτη συμφωνία το 1887, από τον Έλληνα πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη και το Σέρβο ομόλογό του.
Νικόλαος Κασομούλης, ο αθάνατος ήρωας του 1821
Ο Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872) ήταν από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Νικόλαος Κασομούλης |
· Ημερολόγιον
· Στρατιωτικά ενθυμήματα: με τα "Ενθυμήματά του" προσφέρει σε όλους τους Έλληνες ένα ανεκτίμητο ιστορικό θησαυρό, που θα συγκινήσει και θα διδάξει τις επερχόμενες γενεές. Υπήρξε ένας από τους κύριους οργανωτές της επανάστασης του Ολύμπου και μετά την αποτυχία της, κατέφυγε στην περιοχή του Ασπροπόταμου και έγινε γραμματικός του καπετάνιου Στορνάρη, τον οποίο και ακολούθησε σε όλες τις μάχες. Περιγράφει επίσης με κάθε λεπτομέρεια την Καποδιστριακή περίοδο μέχρι το 1833. Στο έργο του Κασομούλη καταγράφεται επίσης και η άγνωστη ιστορία του Αρματολισμού στα προεπαναστατικά χρόνια, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα. Αναμφισβήτητα τα "Ενθυμήματα" του Ν. Κασομούλη, όπως όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν, αποτελούν ένα ανεκτίμητο ιστορικό κειμήλιο για τους απανταχού Έλληνες
Γεωργάκης Ολύμπιος (1772- 1821)
O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε την άνοιξη του 1772 στο Λιβάδι. Η μητέρα του ήταν κόρη Λιβαδιώτη προύχοντα, ο δε πατέρας του Νικόλαος γεννήθηκε στη Φτέρη Πιερίας και καταγόταν από τους φημισμένους αρματωλούς του Ολύμπου, τους Λαζαίους, τους οποίους η Δημοτική μούσα έχει υμνήσει:
«Εκεί μοιράζουν τα φλωριά, και τα καπετανάτα Του Νίκου πέφτ’ η Ποταμιά, του Χρίστου η Ελασσώνα ο Τόλιος καπετάνευε στην Κατερίνη εφέτος και το μικρό Λαζόπουλο πήρε την Πλαταμώνα».
Γεώργιος Λασσάνης |
Το 1813 αναχωρεί για τη Λειψία της Γερμανίας, όπου φοιτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου της πόλης. Μετά το τέλος των σπουδών του επισκέπτεται διάφορες ρωσικές πόλεις και τη Μόσχα όπου μυείται στη Φιλική Εταιρεία. Το 1818 εγκαθίσταται στην Οδησσό της Ρωσίας, όπου διδάσκει στην εμπορική σχολή της Ελληνικής κοινότητας της πόλης και αναπτύσσει έντονη πνευματική δραστηριότητα στην πόλη.
Το 1820 εγκατέλειψε την διδασκαλία και την Οδησσό και αφού είχε έρθει σε επαφή με τον Αλ. Υψηλάντη τον ακολουθεί ως υπασπιστής του ελληνικού στρατού. Μετ;a την έκρηξη της επανάστασης ο Λασσάνης έγινε χιλίαρχος του Ιερού Λόχου.
Συνελήφθη και φυλακίσθηκε μαζί με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη από τους Αυστριακούς. Το 1827 αποφυλακίσθηκαν μετά από μεσολάβηση του Τσάρου Νικόλαου. Αφού φρόντισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ήταν άρρωστος, ήλθε στην Ελλάδα όπου κατατάχθηκε υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της Στερεάς Ελλάδας.
Μετά την ίδρυση του νεοσύστατου κράτους διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του στρατού της ανατολικής Ελλάδας, ενώ διετέλεσε και από το 1837 υπουργός των οικονομικών. Η συγγραφική παραγωγή του Γ. Λασσάνη περιλάμβανε σχολικά εγχειρίδια, θεατρικά έργα, ποιήματα αλλά και ιστορικά κείμενα και πολιτικά δοκίμια καθώς και διάφορες μεταφράσεις. Πέθανε το 1870 σε ηλικία 77 ετών.
Στην Κοζάνη διασώζεται το πατρικό του σπίτι σε κεντρική πλατεία της πόλης η οποία φέρει το όνομά του. Το αρχοντικό του έχει χαρακτηρισθεί ως διατηρητέο οίκημα και μνημείο. Οι διαστάσεις του αρχοντικού δεν είναι τόσο επιβλητικές όσο άλλων στην Κοζάνη, όμως χαρακτηρίζεται από έναν αρμονικό όγκο, με μορφολογικά χαρακτηριστικά αστικής αρχιτεκτονικής και μία λειτουργικότητα σοφά προσαρμοσμένη στις καιρικές συνθήκες του τόπου. Από τις 11 Οκτωβρίου 2008 στεγάζει τη Δημοτική Χαρτοθήκη Κοζάνης
Οι Δημοτικές εκδηλώσεις στην Κοζάνη στο τέλος του καλοκαιριού, με διάφορους αθλητικούς διαγωνισμούς, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις κ.α. φέρουν το όνομα "Λασσανεία".
Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης (1772 - 1822)
Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου γεννήθηκε το 1772 στη Νάουσα της Μακεδονίας. Κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια της Νάουσας και απέκτησε πλούσια μόρφωση, γεγονός που του απέδωσε και την ιδιότητα του Λογοθέτη. Ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξος και γενναιόδωρος και κατείχε μεγάλη περιουσία. Σπούδασε κυρίως στα Ιωάννινα, όπου πέρασε σχεδόν όλη τη νεανική του ηλικία. Εκεί, ο Αλή πασάς τον ξεχώρισε για το οξύ πνεύμα του, ανάμεσα στη σπουδάζουσα νεολαία και τον έθεσε υπό την προστασία του.
Ζαφειράκης Λογοθέτης |
Κατά την τρίτη πολιορκία της Νάουσας από τον Αλή πασά, το 1804, οι Ναουσαίοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Τότε στάλθηκε επιτροπή στα Ιωάννινα με επικεφαλής τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου. Ο Αλή πασάς τότε, διόρισε τον Ζαφειράκη Θεοδοσίου ως διοικητή στη Νάουσα. Έκτοτε, ο Ζαφειράκης εργάστηκε για την αποτίναξη του ζυγού, διαβάλλοντας τον Αλή πασά στον Οθωμανό βαλή Θεσσαλονίκης. Ο Αλή πασάς εκδίωξε το Ζαφειράκη από τη Νάουσα και ο τελευταίος αναγκάστηκε να καταφύγει στη Θεσσαλονίκη, κατόπιν στο Άγιο Όρος και τελικά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί διέμεινε 12 χρόνια και τελικά κατάφερε να αποσπάσει διαταγή από το σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, ώστε να επιστρέψει ως πρόκριτος στη Νάουσα. Στο μεταξύ, η Νάουσα είχε ήδη φύγει από την επιρροή του Αλή πασά, από το 1812.
Ως άρχοντας της πόλης, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός λόγω της γενναιοδωρίας του αλλά και του πλήθους έργων που παρέδωσε στην πόλη, όπως ήταν βιομηχανικές μονάδες (ιδιαίτερα οπλισμού), εκκλησίες, σχολεία και έργα οδοποιίας. Η παντοδυναμία του στη Νάουσα όμως, αμφισβητήθηκε έντονα από το Μάμαντη Δραγατά και σύντομα η πόλη χωρίστηκε σε δύο αντιπαλλόμενες παρατάξεις. Κατηγορήθηκε για κατασπατάληση των χρημάτων του κοινού ταμείου, λόγω κυρίως της αλαζονικής συμπεριφοράς του, καθώς εκτός από τους 60 άντρες της προσωπικής του φρουράς (που πληρώνονταν από το κοινό ταμείο), συντηρούσε και άλλους 30 με 40 άντρες με προσωπικά του έξοδα.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έκτοτε άρχισε να οργανώνει την επικείμενη επανάσταση στην περιοχή, ερχόμενος σε επαφή με τους αρματολούς, Αναστάσιο Καρατάσο και Αγγελή Γάτσο. Η αντιπαράθεση των κατοίκων της Νάουσας εκείνη την εποχή, για τη συμμετοχή στον αγώνα, ανάγκασε το Ζαφειράκη να εξορίσει τον Μάμαντη Δραγατά στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1822 οργάνωσε την επανάσταση στην Νάουσα, με σκοπό να καταστήσει την πόλη ορμητήριο για επίθεση στη Βέροια και την Έδεσσα. Η εκστρατεία όμως, του Εμπού Λουμπούτ πασά της Θεσσαλονίκης με 18.000 άντρες ανάγκασε τον Ελληνικό στρατό να οχυρωθεί εντός της πόλης. Μετά από πολιορκία τριών εβδομάδων (από τις 27 Μαρτίου έως τις 18 Απριλίου), οι Οθωμανοί τελικά εισέβαλαν στην πόλη και ακολούθησε η καταστροφή της με σφαγές, βιασμούς, αιχμαλωσίες και λεηλασίες. Εντός της πόλης είχαν παραμείνει οι οπλαρχηγοί Ζαφειράκης Θεοδοσίου με τον γιο του Φίλιππο, ο Ιωάννης Καρατάσος, ο Ζώτος, ο Κωτούλας Καρατάσος, ο Τσιούπης, ο Ιωάννης Παπαρέσκας και οι Σιουγκαραίοι προσπαθώντας να προβάλουν μια τελευταία γραμμή αντίστασης. Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου με το γιο του Φίλιππο και το Γιαννάκη Καρατάσο οχυρώθηκαν στον πύργο του Ζαφειράκη, όπου είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα 500 γυναικόπαιδα. Εκεί άντεξαν για τρεις μέρες και στις 21 Απριλίου επιχείρησαν έξοδο. Μάλιστα, για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Οθωμανούς, οι γυναίκες έπνιξαν τα βρέφη. Ο Ζώτος τραυματίστηκε κατά την έξοδο και μη μπορώντας να διαφύγει έμεινε πίσω και ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη. Με τον τρόπο αυτό ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου με τον Γιαννάκη Καρατάσο κατάφεραν να οδηγήσουν τους άντρες έξω από την πόλη, σώζοντας έτσι πολλά γυναικόπαιδα, αλλά οι Τούρκοι τους καταδίωξαν και τους συνέλαβαν στο δάσος του Σοφουλιού έξω από τα Καβάσιλα. Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου και ο Γιαννάκης Καρατάσος καρατομήθηκαν και οι κεφαλές τους περιφέρονταν από τους Οθωμανούς στρατιώτες σε κοντάρια για εκφοβισμό των Ελλήνων.
Η σύζυγος του Ζαφειράκη Θεοδοσίου Λογοθέτη, Μακρυνίτσα ή Κρινίτσα, η Ζαφειράκαινα σφαγιάστηκε μαζί με πολλές άλλες γυναίκες και έγινε σύμβολο που υμνήθηκε από το δημοτικό τραγούδι "Μακρυνίτσα".
Καπετάν Χάψας (Κρυοπηγή Χαλκιδικής - Βασιλικά Θεσσαλονίκης 1821)
Μνημείο του καπετάν Χάψα στο σημείο της μάχης των Βασιλικών, έξω από τη μονή Αγίας Αναστασίας |
Κατά το ξέσπασμα της επανάστασης, ήταν σερδάρης (χωροφύλακας) της Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους, στις Καρυές. Στις 23 Μαρτίου του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε στη χερσόνησο του Άθω μεταφέροντας όπλα και πολεμοφόδια με τη βοήθεια Αινιτών και Ψαριανών καπεταναίων. Εκεί συναντήθηκε με το Στάμο Χάψα και προχώρησαν στη συγκρότηση του επαναστατικού στρατού. Με τη βοήθεια του μητροπολίτη Μαρωνείας Κωνστάντιου στρατολογήθηκαν 1.000 μαχητές μοναχοί. Στο μεταξύ ο Στάμος Κάψας στρατολόγησε άνδρες από όλη τη Χαλκιδική με σχετική ευκολία, λόγω του κύρους που είχε αποκτήσει από την πρότερη δράση του. Οι μαχητές ήταν κυρίως από την Κασσάνδρα, τα Χασικοχώρια και τη Σιθωνία και ιδιαίτερα από τη Συκιά. Το σώμα του Στάμου Χάψα φτάνει τους 2.000 άνδρες. Οι Οθωμανοί μέσα σε αυτό το κλίμα, φοβούμενοι την κλιμάκωση των γεγονότων, προβαίνουν σε ωμότητες εις βάρος των Ελληνικών πληθυσμών στη Θεσσαλονίκη και στον Πολύγυρο. Έτσι, αρχίζουν μικρές επαναστατικές εστίες σε διάφορα σημεία των περιοχών της Χαλκιδικής, της Θεσσαλονίκης και των Σερρών. Οι επαναστάτες είναι πλέον πίσω από τα γεγονότα. Σε έκτακτη σύσκεψη στο Άγιο Όρος την 17η Μαΐου του 1821 ο Εμμανουήλ Παπάς κηρύσσει επίσημα την επανάσταση στη Βόρεια Ελλάδα και αποφασίζεται να διασπαστεί ο επαναστατικός στρατός σε δύο τμήματα. Ο Εμμανουήλ Παπάς με τους Μαδεμοχωρίτες και τους μοναχούς, συνολική δύναμη 1.900 άνδρες κατευθύνονται στη Ρεντίνα, προκειμένου να σταματήσουν τις Οθωμανικές δυνάμεις που έρχονταν από Δράμα και Κωνσταντινούπολη, στα Μακεδονικά Τέμπη.
Ο Στάμος Κάψας με υπαρχηγό των Αναστάσιο Χυμευτό και συνολική δύναμη 2.000 ανδρών κατευθύνονται προς κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ο επαναστατικός στρατός του Στάμου Κάψα προελαύνει και απελευθερώνει το ένα μετά το άλλο τα χωριά και τις πόλεις της περιοχής. Προελαύνει σε Κομίτσα, Ιερισσό, Αρναία, Άγιο Πρόδρομο, Γαλάτιστα και Βασιλικά. Στα Βασιλικά οι επαναστάτες ενώθηκαν με τα ένοπλα σώμα των Βασιλικιωτών και των Βαβδινών. Τελικά οι επαναστάτες στρατοπεδεύουν στη Θέρμη (8 Ιουνίου 1821), προκειμένου να ανασυνταχθούν για την τελική επίθεση στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε μάχη κοντά στη σημερινή Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή με το ιππικό του Αχμέτ μπέη των Γιαννιτσών. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν.
Η φήμη του έχει φτάσει μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου οι Θεσσαλονικείς περιμένουν να τον υποδεχτούν ως απελευθερωτή. Τότε του προσάπτεται και το προσωνύμιο καπετάν Χάψας, με την έννοια ότι έχαφτε τους Τούρκους.
Ο Αυστριακός πρόξενος στην Θεσσαλονίκη, που παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα, σε αναφορά του προς τον Αυστριακό Καγκελάριο Κλέμενς φον Μέττερνιχ αναφέρει μεταξύ άλλων:
"Η Ελληνική επανάσταση, που έχει ξεσπάσει κιόλας σε πολλές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκαλεί τη γενική κατάπληξη. Σταματούν οι δουλειές και όπου υπάρχουν πολλοί Έλληνες οι εχθροπραξίες είναι ανοιχτές... Κινήσεις ζωηρές γίνονται και στη Θεσσαλονίκη μέρα μεσημέρι, επειδή οι επαναστάτες βρίσκονται μόνο λίγες ώρες μακρυά. Βρίσκονται σε ένα χωριό που ονομάζεται Γαλάτιστα και ξεσηκώνουν παντού τις ψυχές των κατοίκων... Πολυάριθμα πολεμικά καράβια με ξεχωριστή καινούρια σημαία λυμαίνονται τη θάλασσα, συλλαμβάνουν τουρκικά πλοία, κάνουν νηοψίες στα πλοία των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, που όμως τα σέβονται... Στο μεταξύ εδώ αυξάνονται οι αταξίες. Η αδημονία και ο γενικός φόβος, μήπως οι Έλληνες χτυπήσουν από στεριά και θάλασσα την πόλη υπάρχει διάχυτος, αν και η κυβέρνηση έχει συλλάβει ως ομήρους τους πιο πλούσιους Έλληνες που ασκούν και την πιο μεγάλη επιρροή."
Τα νέα όμως από το μέτωπο του Εμμανουήλ Παπά δεν είναι καλά, καθώς ο τελευταίος αναγκάζεται σε οπισθοχώρηση μετά τις μάχες της Ρεντίνας και της Απολλωνίας με τις υπέρτερες και καλύτερα οπλισμένες Οθωμανικές δυνάμεις από τη Δράμα και την Κωνσταντινούπολη. Ο Εμμανουήλ Παπάς με μόνο 200 αγωνιστές μέσω Πολυγύρου σπεύδει να ενωθεί με το σώμα του Χάψα. Τελικά οι επαναστάτες του Χάψα οπισθοχωρούν από τη Θέρμη στα Βασιλικά, όπου ενώνονται με τους 200 αγωνιστές του Εμμανουήλ Παπά.
Ο Εμπού Λουμπούτ πασάς της Θεσσαλονίκης έχει συγκεντρώσει πλεόν 35.000 τακτικό στρατό (30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς υπό τον Μπαϊράμ πασά) και σπεύδει να αναμετρηθεί με τους επαναστάτες στα Βασιλικά. Ο καπετάν Χάψας επέλεξε ως σημείο μάχης τη στενωπό της κοιλάδας του Ανθεμούντα, κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας. Τότε ο Στάμος Κάψας αποφασίζει να στείλει τον Αναστάσιο Χυμευτό με τμήμα του στρατού, στην Κασσάνδρα προκειμένου να εξασφαλίσει την περιοχή από ενδεχόμενη απόβαση Οθωμανικών στρατευμάτων μέσω θαλάσσης.
Η μάχη που διεξάγεται είναι άνιση και ο καπετάν Χάψας διαβλέπει τον κίνδυνο πανωλεθρίας, καθώς οι Οθωμανοί προβαίνουν σε σφαγές αμάχων στα Βασιλικά. Τότε, αποφασίζεται, με υπόδειξη του Βασιλικιώτη προύχοντα Γεωργίου Κοτζιά, η οχύρωση εντός του μοναστηριού της Αγίας Αναστασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Οθωμανοί. Στις διαπραγματεύσεις του Εμμανουήλ Παπά με τους μοναχούς, συμφωνείται τελικά η είσοδος μόνο των αμάχων και των γυναικοπαίδων από τα Βασιλικά και τη Γαλάτιστα. Έτσι, ο καπετάν Χάψας αποφασίζει να μείνει στο πεδίο της μάχης με 67 μαχητές, ενώ ο Εμμανουήλ Παπάς με το υπόλοιπο στράτευμα να συνοδέψει τα γυναικόπαιδα στη μονή.
Η αυτοθυσία και ο ηρωισμός του καπετάν Στάμου Χάψα ήταν συγκινητικός, καθώς αγωνίστηκε μέχρις εσχάτων ώστε να εξασφαλίσει τη σωτηρία των αμάχων. Στο πεδίο της μάχης, τη 10η Ιουνίου του 1821 σκοτώθηκαν και οι 68 αγωνιστές (οι περισσότεροι από τη Συκιά) μέχρις ενός. Σήμερα το σημείο αυτό ονομάζεται "Κομμένοι" ή "Συκιωτούδια" και έχει κατασκευαστεί μνημείο της θυσίας. Στη μαρμάρινη πλάκα αναγράφει:
ΤΟ ΜΑΚΕΔΝΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΕΝΟΣ ΠΡΟΜΑΧΕΙ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΩΝ.
Η τελευταία αναφορά για τον Χάψα είναι ότι τον είδαν να ορμάει με το σπαθί στο χέρι και ένα μαχαίρι στα δόντια, στον κύριο όγκο του τουρκικού στρατεύματος. Τον ακολούθησαν οι Βαβδινοί οπλαρχηγοί Χαλάλης, Τουρλάκης και Καραγιάννης.
Ο Άγγελος Γάτσος (Σαρακηνοί Πέλλας, 1771 - Χαλκίδα, 1839) ήταν σλαβόφωνος Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής επανάστασης του 1821 από τους Σαρακηνούς Αλμωπίας του νομού Πέλλας. Περιγράφεται ως ψηλός, ξανθός, δασύτριχος, ατρόμητος στις μάχες και ιδιαίτερα ρωμαλέος.
Κατά την είσοδο του οθωμανικού στρατού στη Νάουσα, αιχμαλωτίστηκε ο γιος του, Νικόλαος, η σύζυγός του και οι κόρες του. Η σύζυγός του μάλιστα, έγκυος ούσα, γέννησε στις φυλακές. Μετά την άλωση της Νάουσας, ο Γάτσος κατέφυγε μαζί με τους Τάσο Καρατάσο, Τσάμη Καρατάσο, Κωνσταντίνο Δουμπιώτη, Γ. Συρόπουλο, Τόλιο Λάζο και Κότα στον Ασπροπόταμο της Θεσσαλίας. Ως υπαρχηγός του σώματος Καρατάσου θα συνδράμει στις πολεμικές επιχειρήσεις των Καραϊσκάκη και Ράγκου στα Άγραφα και έπειτα θα μεταβεί στο Μεσολόγγι.
Το ίδιο έτος θα συμμετάσχει στην αποτυχημένη εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο. Μάλιστα, συνδράμει τους Μάρκο Μπότσαρη, Βλαχόπουλο, Βαρνακιώτη και Καρατάσο στον κυκλικό ελιγμό 1.200 ανδρών με στόχο την ενίσχυση του Σουλίου. Τελικά, παρά τη σύγχυση που επήλθε στις τάξεις των Οθωμανών, οι επαναστάτες θα υποχωρήσουν έπειτα από την μάχη στην Πλάκα Πραμάντων, στις 29 Ιουνίου του 1822. Μάλιστα, σε εκείνη τη μάχη θα σκοτωθεί και ο αδελφός του Γάτσου, Πέτρος.
Μετά την αποτυχία της εκστρατείας στην Ήπειρο, ακολούθησε τον Γενναίο Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο όπου επικεφαλής 100 Μακεδόνων, πολέμησε μαζί με τον υιοθετημένο του γιο, Δημήτριο, στη νικηφόρα μάχη των Δερβενακίων κατά των στρατευμάτων του Δράμαλη όπως και στις επιχειρήσεις στην Κορινθία.
Τον Αύγουστο του 1824 στάλθηκε μαζί με άλλους Θεσσαλούς και Μακεδόνες οπλαρχηγούς και ένοπλους, από τις Βόρειες Σποράδες όπου βρίσκονταν, στην Ύδρα με σκοπό να εξασφαλίσουν το νησί από ενδεχόμενη τουρκική επίθεση. Αργότερα, το ίδιο έτος, συμμετείχε στην εκστρατεία των κυβερνητικών δυνάμεων κατά των αντιφρονούντων της Πελοποννήσου στα πλαίσια του εμφυλίου. Στα τέλη του 1823 βρισκόταν στο Τρίκερι, που αποτελούσε τον μοναδικό θύλακα των επαναστατών στη Θεσσαλία, με τους Αν. Καρατάσο, Μπασδέκη κ. ά. Μάλιστα, αντιτάχθηκε στην αυθαίρετη και μεμονωμένη απόφαση του Καρατάσου, ο οποίος υπέγραψε χωριστή συνθήκη ειρήνης με τον Κιουταχή που οδήγησε τελικά στην απόσυρση των ελληνικών δυνάμεων από το Τρίκερι.
Τον Μάρτιο του 1825 συμμετείχε στη μάχη της Σχινόλακκας κατά των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ, κατά την οποία οι Έλληνες επαναστάτες κατάφεραν να επικρατήσουν. Το 1826 κατέκρινε τις πειρατικές επιχειρήσεις των Θεσσαλών και Μακεδόνων ενόπλων ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους αποβιβάστηκε μαζί με τον Καρατάσο και 1500 ένοπλους στις Θερμοπύλες. Εκεί επήλθε διαφωνία με τον Καρατάσο πάνω σε θέματα τακτικής και στις 9 Νοεμβρίου χτυπήθηκε με οθωμανικά στρατεύματα στη μάχη της Αταλάντης.
Τα χωριά Λιβάδι και Περιστερά έχουν να επιδείξουν μέγιστη συμβολή στην επανάσταση του 1821 στη Χαλκιδική με μεγάλο αριθμό αγωνιστών για τους οποίους υπάρχει αφθονία στοιχείων και είναι απορίας άξιον που δεν ενδιαφέρεται κανείς από τα συγκεκριμένα χωριά για τους ήρωες τους. Παρακάτω παρατίθεται μια αίτηση που υπέβαλλε ο Θεοδόσιος Στέριου το 1841 στην Αταλάντη, όπου εξιστορεί τα κατορθώματά του.
Ο υποφαινόμενος από αρχής του αγώνος λαβών τα όπλα εις χείρας μου ακόμη από την κωμόπολη μας Λιβάδι της επαρχίας Αρδαμερίου της Μακεδονίας με όλους τους συμπολίτας μου επικεφαλής των οποίων ως οπλαρχηγός αντιπαρετάχθην εκεί και εις τα πέριξ αυτής κατά του από Θεσσαλονίκης διορισθέντος αρχηγού Ισμαήλ Αγά Κεσίμογλου έχοντος περίπου 5000 εχθρικόν στράτευμα. Επομένως με διαφόρους εν διάφορα μέρη ακροβολισμούς διατηρήσας τα γυναικόπαιδα του μέρους εκείνου έφθασα εν τη χερσόνησο Κασσάνδρα όπου και κατετάχθην υπό την οδηγίαν του γενικού της Μακεδονίας αρχηγού Εμμανουήλ Παπά Σερραίου με τους υπό την διεύθυνσήν μου στρατιώτας και υπηρέτησα εις όλην την διάρκειαν του πολέμου έως της καταστροφής της από το εχθρικόν του σατράπη Λουμπούτ πασά και άλλων 40000 όλον εχθρικόν στράτευμα. Επομένως καταφυγών ως τοιούτος εις Πελοπόννησον με τους υπό την οδηγίαν μου εναπομείναντας στρατιώτας, κατετάχθην εις το σώμα του αρχηγού Παναγιώτη Ζαφειρόπουλου εις τας μάχας Δερβενακίων και Άργους κατά του Δράμαλη και άλλων. Επομένως υπό την οδηγίαν του Νικολάου Σουλιώτου κατά του ίδιου Δράμαλη και άλλων πάλι εις Άργος και εις τα πέριξ. Έπειτα υπό την οδηγίαν του Θεοδωράκη Ζαχαρόπουλου κατά του Ιμπραήμ πασά εις τα μέρη της Καλαμάτας και των πέριξ. Έπειτα υπό την οδηγίαν του Καρατάσιου κατά του Ιμπραήμ εις Σχοινόλακκα. Έπειτα υπό την οδηγίαν του ταγματάρχου Κωνσταντίνου Δουμπιώτου εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου όπου και όπως το εκάλεσεν η χρεία τότε.
Έπειτα υπό την οδηγίαν του Δημητρίου Κριεζή Υδραίουεις την Ύδραν και επομένως εις την πολιορκίαν των Παλαιών Πατρών και αλλαχού.
Έπειτα επανελθών κατά το 1826 εις τας νήσους Σκιάθον και Σκόπελον συσσωματωθείς με το Μακεδονικό σώμα του προειρηθέντος Κωνσταντίνου Δουμπιώτου αντιπαρετάχθημεν εις την Ορμύλιαν με τον Ομέρ Βεργιόνην, εις Τρίκερην με τον Νούρκα μπέη και εις την Αταλάντην με τον Μουστά μπέη. Έπειτα εδιορίσθην εις την Σκόπελον πολιτάρχης δια την ευταξίαν. Ότε μετέβησαν
Ας μη βρέξει ποτέ το σύνεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
……
Ω γνήσια της Ελλάδος τέκνα. ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως, τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον
0 Σχόλια