Ποια είναι η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια και γιατί έχει ονομαστεί έτσι;
«Μια νύχτα περνούσε από κει δίπλα ο βοσκός, ήταν βοσκός, ήταν κακός καιρός, σκοτάδι, και δεν έβλεπε. Ο τόπος δεν ήταν ομαλός, υπάρχει ένας επικίνδυνος γκρεμός δίπλα στο σπήλιο. Έκανε ένα βήμα και το πόδι βρέθηκε στο κενό. Με το επόμενο βήμα έπεφτε και θα σκοτωνόταν. Εκείνη την ώρα, όμως, ακούστηκε μια βροντή και άστραψε ο ουρανός. Τότε μόνο είδε τον γκρεμό. Τράβηξε το πόδι του και γλύτωσε. Πίστεψε πως ήταν θαύμα της αγίας. Από τότε έκανε τάμα να προσφέρει κάθε χρόνο στη χάρη της »
Ο Νίκος Ψιλάκης («Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη», εκδ.Καρμανωρ), μας μιλάει για παραδόσεις που αφορούν την Αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρα και τον περίφημο σπηλαιώδη ναό της στο Καινούριο χωριό Κρήτης. Κάποιες, μάλιστα, διηγήσεις «θέλουν την ίδια την Αγία Αναστασία να έχει επιλέξει ως ιερό χώρο της το σπήλαιο:
«Λένε πως δεν υπήρχε εκκλησία και πως ήταν μάντρα το σπήλαιο. Ο βοσκός που είχε το πρόβατά του εκεί σκούπιζε και βρήκε το κόνισμα της Αγίας. Το πήγε στην εκκλησία του χωριού. Όταν σε λίγο καιρό ξανασκούπιζε το ξαναβρήκε πάλι στην ίδια θέση. Το πήγε πάλι στην εκκλησία. Το ίδιο όμως έγινε και τρίτη φορά. Τότε κατάλαβαν ότι η Αγία ήθελε εκκλησία στο σπήλιο και την έχτισαν.»
Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, «ονομάστηκε έτσι, επειδή, κατά το Συναξάρι της, στα χρόνια των μεγάλων διωγμών (τέλος του 3ου αιώνα) πριν μαρτυρήσει η ίδια, έτρεχε άφοβα στις φυλακές όπου βασανίζονταν ή ήταν αρκετοί οι Χριστιανοί, τους επάλειβε με φάρμακα τις πληγές ή τους εφρόντιζε με θεραπευτική προστασία. Μπορεί η λέξη να ήταν αρχικά «Φαρμακολύτειρα», δηλ. η σώζουσα με φάρμακα.» σημειώνει ο λαογράφος Δημήτριος Λουκάτος («Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης», εκδ.Φιλιππότη), καταθέτοντας και την εύλογη απορία του: «Είναι περίεργο ότι δεν την ανακήρυξαν προστάτη τους οι φαρμακοποιοί», καθώς ακόμη και στην εικονογραφία της παριστάνεται να κρατάει στο χέρι της ένα φαρμακευτικό φυαλίδιο.
Η εκκλησία της στη Σμύρνη (Χοροσκόι) ήταν τόσο ονομαστή για τον προσκυνηματικό χαρακτήρα της που ακόμη κι οι Τούρκοι απευθύνονταν σ’αυτήν αποζητώντας θεραπεία από νοσήματα που τους βασάνιζαν. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα της σμυρναιογράφου Όλγας Βατίδου («Η χριστιανικότητα των Τούρκων και οι Έλληνας της Μικρασίας») που παραθέτει ο Λουκάτος στο βιβλίο του:
«Στο πανηγύρι της, που γενότανε μεγαλοπρεπέστατο τρεις φορές το χρόνο (την Κυριακή του Θωμά, της Πεντηκοστής και στις 22 Δεκεμβρίου) συνέρρεε πλήθος κόσμου, από τη Σμύρνη και τα περίχωρα.[…] Ανάμεσα στους προσκυνητές υπήρχε και σημαντικός αριθμός Τούρκων, οι οποίοι ονόμαζαν την Αγία Αναστασία «Καρά Κιζ», δηλαδή Μαύρη Κόρη…. Θυμούμαστε τελευταία την επίκληση ενός τυφλού Μουσουλμάνου, που στάθηκε στο κατώφλι του νάρθηκα, φωνάζοντας: «Καρά Κιζ, σουγιού βέρινιζ» (Δώστε μου νερό από τη Μαύρη Κόρη»). Ζητούσε δηλαδή αγίασμα της Αγίας, για να βρέξει και να γιατρέψει μ’αυτό τα σβησμένα του μάτια.
Άλλοι πάλι θυμούνται μια Τούρκισσα από την Μαινεμένη που, ταμένη στην «Καρά Κιζ», να λυτρωθεί από νόσημα που την εβασάνιζε, αφού παρέμεινε σαράντα μέρες στα κελλιά της εκκλησιάς [κι αισθάνθηκε καλύτερα], έφυγε αφιερώνοντας στην εικόνα της αγίας ένα περριδέραιο από ντούμπλες (χρυσά μεγάλα φλωριά) που φορούσε στα στήθια της….»
Σύμφωνα με το Λουκάτο, «από τη Μ.Ασία ιδιαίτερα, με την εδώ καταφυγή των προσφύγων, τονώθηκε στον Ελλαδικό χώρο η λατρεία της αγίας Αναστασίας.»
Όμως, εξίσου εντυπωσιακά, είναι όσα καταγράψει κι ο Νίκος Ψιλάκης («Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη», εκδ.Καρμανωρ) για το σπηλαιώδη ναό της: «Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια οι κάτοικοι των κοντινών χωριών έκοβαν ή έξυναν ξύλο από την εικόνα της και έκαναν φυλακτά. Άλλοι έκοβαν κουρελάκια από το ύφασμα πάνω στο οποίο είχαν τοποθετήσει την εικόνα. Γενικά πίστευαν πως ό,τι έπαιρναν από το ναό μεταφέρει ευλογία και έχει ιαματικές ιδιότητες. Έτσι, κατά καιρούς, παρατηρήθηκε το φαινόμενο να παίρνουν κομμάτια από πέτρες του σπηλαίου, ακόμη και χώμα και να το χρησιμοποιούν σε φυλακτά. Οι περισσότεροι, όμως, προσέτρεχαν στο ιερό σπήλαιο, για το αγίασμα….
«Στο σπήλαιο στάζει νερό, αγίασμα το χειμώνα. Το παίρνουμε με μπαμπάκι και το βάζουμε στις πληγές για να γιάνουν. Αν πονούσε το κεφάλι, τα μάτια, τα αυτιά τρέχαμε στην Αγία Αναστασία. Κι αν δεν υπήρχε αγίασμα παίρναμε το θυμιατό και θυμιάζαμε κι αμέσως άρχιζε πάλι να στάζει. Δεν έπρεπε να το βγάλομε έξω από την εκκλησία γιατί έχανε τη δύναμή του και γι’ αυτό οι άρρωστοι πηγαίναν εκεί, επί τόπου.»
Το προσκύνημα της Αγίας Αναστασίας απέκτησε μεγάλη φήμη στα χρόνια μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι σχετικές διηγήσεις κάνουν λόγο ακόμα και για μεταφορά ασθενών που δε μπορούσαν να περπατήσουν ως εκεί για να αναζητήσουν θεραπεία, για εγκοιμήσεις μέσα στο σπήλαιο και παρακλήσεις προς την αγία, όνειρα που έβλεπαν οι ασθενείς κ.α.. Το θεραπευτικό σκηνικό των αρχαίων ασκληπιείων αναβίωσε στην Κρήτη κατά τη δεκαετία του 1950 και 1960.»
Αλλά και στο Χοροσκόι στη Σμύρνη οι θεραπευτικές πρακτικές θύμιζαν αντίστοιχες των αρχαίων ασκληπείων καθώς,(βλ.:Η Αγία Αναστασία των μικρασιατών) «Οι προσκυνητές αυτοί έμεναν συχνά στα κελιά που υπήρχαν γύρω από τον περίβολο της εκκλησίας, τα οποία ήταν περισσότερα από 40. Πίστευαν ότι η αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια θεράπευε με θαυματουργό τρόπο ψυχικές ή πνευματικές διαταραχές.Οι ασθενείς παρέμεναν στα κελιά μαζί με τους δικούς τους ανθρώπους για διάστημα 40 ή περισσότερων ημερών, μέχρι να γίνει το θαύμα που επιθυμούσαν ή μέχρι να εκπληρώσουν το τάμα τους.»
Επιπλέον, «Στη γιορτή της αγίας Αναστασίας τα σπίτια στο χωριό είχαν το καθιερωμένο λαδερό φαγητό για τη «μεγάλη» μέρα: ρεβιθοντολμάδες, δηλαδή ξερές μελιτζάνες γεμιστές με ρύζι και ρεβίθια αλεσμένα.»
Η εκκλησία της στη Σμύρνη (Χοροσκόι) ήταν τόσο ονομαστή για τον προσκυνηματικό χαρακτήρα της που ακόμη κι οι Τούρκοι απευθύνονταν σ’αυτήν αποζητώντας θεραπεία από νοσήματα που τους βασάνιζαν. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα της σμυρναιογράφου Όλγας Βατίδου («Η χριστιανικότητα των Τούρκων και οι Έλληνας της Μικρασίας») που παραθέτει ο Λουκάτος στο βιβλίο του:
«Στο πανηγύρι της, που γενότανε μεγαλοπρεπέστατο τρεις φορές το χρόνο (την Κυριακή του Θωμά, της Πεντηκοστής και στις 22 Δεκεμβρίου) συνέρρεε πλήθος κόσμου, από τη Σμύρνη και τα περίχωρα.[…] Ανάμεσα στους προσκυνητές υπήρχε και σημαντικός αριθμός Τούρκων, οι οποίοι ονόμαζαν την Αγία Αναστασία «Καρά Κιζ», δηλαδή Μαύρη Κόρη…. Θυμούμαστε τελευταία την επίκληση ενός τυφλού Μουσουλμάνου, που στάθηκε στο κατώφλι του νάρθηκα, φωνάζοντας: «Καρά Κιζ, σουγιού βέρινιζ» (Δώστε μου νερό από τη Μαύρη Κόρη»). Ζητούσε δηλαδή αγίασμα της Αγίας, για να βρέξει και να γιατρέψει μ’αυτό τα σβησμένα του μάτια.
Άλλοι πάλι θυμούνται μια Τούρκισσα από την Μαινεμένη που, ταμένη στην «Καρά Κιζ», να λυτρωθεί από νόσημα που την εβασάνιζε, αφού παρέμεινε σαράντα μέρες στα κελλιά της εκκλησιάς [κι αισθάνθηκε καλύτερα], έφυγε αφιερώνοντας στην εικόνα της αγίας ένα περριδέραιο από ντούμπλες (χρυσά μεγάλα φλωριά) που φορούσε στα στήθια της….»
Σύμφωνα με το Λουκάτο, «από τη Μ.Ασία ιδιαίτερα, με την εδώ καταφυγή των προσφύγων, τονώθηκε στον Ελλαδικό χώρο η λατρεία της αγίας Αναστασίας.»
Όμως, εξίσου εντυπωσιακά, είναι όσα καταγράψει κι ο Νίκος Ψιλάκης («Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη», εκδ.Καρμανωρ) για το σπηλαιώδη ναό της: «Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια οι κάτοικοι των κοντινών χωριών έκοβαν ή έξυναν ξύλο από την εικόνα της και έκαναν φυλακτά. Άλλοι έκοβαν κουρελάκια από το ύφασμα πάνω στο οποίο είχαν τοποθετήσει την εικόνα. Γενικά πίστευαν πως ό,τι έπαιρναν από το ναό μεταφέρει ευλογία και έχει ιαματικές ιδιότητες. Έτσι, κατά καιρούς, παρατηρήθηκε το φαινόμενο να παίρνουν κομμάτια από πέτρες του σπηλαίου, ακόμη και χώμα και να το χρησιμοποιούν σε φυλακτά. Οι περισσότεροι, όμως, προσέτρεχαν στο ιερό σπήλαιο, για το αγίασμα….
«Στο σπήλαιο στάζει νερό, αγίασμα το χειμώνα. Το παίρνουμε με μπαμπάκι και το βάζουμε στις πληγές για να γιάνουν. Αν πονούσε το κεφάλι, τα μάτια, τα αυτιά τρέχαμε στην Αγία Αναστασία. Κι αν δεν υπήρχε αγίασμα παίρναμε το θυμιατό και θυμιάζαμε κι αμέσως άρχιζε πάλι να στάζει. Δεν έπρεπε να το βγάλομε έξω από την εκκλησία γιατί έχανε τη δύναμή του και γι’ αυτό οι άρρωστοι πηγαίναν εκεί, επί τόπου.»
Το προσκύνημα της Αγίας Αναστασίας απέκτησε μεγάλη φήμη στα χρόνια μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Οι σχετικές διηγήσεις κάνουν λόγο ακόμα και για μεταφορά ασθενών που δε μπορούσαν να περπατήσουν ως εκεί για να αναζητήσουν θεραπεία, για εγκοιμήσεις μέσα στο σπήλαιο και παρακλήσεις προς την αγία, όνειρα που έβλεπαν οι ασθενείς κ.α.. Το θεραπευτικό σκηνικό των αρχαίων ασκληπιείων αναβίωσε στην Κρήτη κατά τη δεκαετία του 1950 και 1960.»
Αλλά και στο Χοροσκόι στη Σμύρνη οι θεραπευτικές πρακτικές θύμιζαν αντίστοιχες των αρχαίων ασκληπείων καθώς,(βλ.:Η Αγία Αναστασία των μικρασιατών) «Οι προσκυνητές αυτοί έμεναν συχνά στα κελιά που υπήρχαν γύρω από τον περίβολο της εκκλησίας, τα οποία ήταν περισσότερα από 40. Πίστευαν ότι η αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια θεράπευε με θαυματουργό τρόπο ψυχικές ή πνευματικές διαταραχές.Οι ασθενείς παρέμεναν στα κελιά μαζί με τους δικούς τους ανθρώπους για διάστημα 40 ή περισσότερων ημερών, μέχρι να γίνει το θαύμα που επιθυμούσαν ή μέχρι να εκπληρώσουν το τάμα τους.»
Επιπλέον, «Στη γιορτή της αγίας Αναστασίας τα σπίτια στο χωριό είχαν το καθιερωμένο λαδερό φαγητό για τη «μεγάλη» μέρα: ρεβιθοντολμάδες, δηλαδή ξερές μελιτζάνες γεμιστές με ρύζι και ρεβίθια αλεσμένα.»
Την Αγία Φαρμακολύτρια, όμως, τίμησε και ο Αλεξάνδρος Παπαδιαμάντης στο ομώνυμο διήγημά του
“Η Φαρμακολύτρια” (1900).
Στο διήγημα αυτό ο μεγάλος σκιαθίτης συγγραφέας μας περιγράφει την περιπλάνησή του στις εξοχές της Σκιάθου, την επίσκεψή του στο εγκαταλελειμμένο εκκλησάκι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας και τη συνάντησή του με την ξαδέρφη του Μαχούλα που είχε να τη δει μια εικοσαετία.
Ο συγγραφέας μας περιγράφει ένα περιστατικό από το παρελθόν, μια περίεργη «λειτουργία» που είχε τελέσει η ξαδέρφη του σ’ εκείνο το εκκλησάκι ελπίζοντας να γλιτώσει ο γιος της από τα «μάγια» του έρωτα.
Ο Παπαδιαμάντης, όπως έχει προσφυώς χαρακτηριστεί, είναι ο «πάσχων αμαρτωλός». Και αυτό είναι απόλυτα φανερό στα διηγήματά του όπου ο έρωτας είναι πάσχων και συνήθως ανεκπλήρωτος.
Απόσπασμα… :
Επιμέλεια άρθρου
Παπανικολάου Στυλιανός
0 Σχόλια