Στον Πολιτιστικό Αθλητικό Σύλλογο Κατοίκων Νέας Πολιτείας Ευόσμου στο τμήμα εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων διδάσκονται από καταξιωμένους παραδοσιακούς μουσικούς τρία από τα ποίο βασικά όργανα της Κρητικής μουσικής που είναι η Λύρα το Λαούτο και το Μαντολίνο.
Ας μάθουμε λίγα πράγματα για την Κρητική μουσική και για τα όργανα που διδάσκονται στο σύλλογο.
Η Κρήτη είναι μία από τις Ελληνικές περιοχές, που ακόμη και σήμερα συντηρεί μια πλούσια μουσική παράδοση, οι ρίζες της οποίας, περνούν μέσα από την Τουρκοκρατία, την Ενετοκρατία και το Βυζάντιο και φτάνουν ως την κλασσική αρχαιότητα.Ο φυσικός διαμελισμός του νησιού σε επιμέρους διαμερίσματα, οι ιδιαίτερες ασχολίες των κατοίκων οι ειδικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες συντέλεσαν στη δημιουργία μιας μεγάλης ποικιλίας οργανικών μελωδιών και τραγουδιών. Από τα τραγούδια αυτά άλλα έχουν τοπική μόνο και άλλα παγκρήτια διάδοση.
- Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα λεγόμενα ριζίτικα τραγούδια της Δυτικής Κρήτης από την έρευνα των οποίων έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, που περιλαμβάνει όλα τα είδη και τις κατηγορίες των δημοτικών τραγουδιών των άλλων ελληνικών περιοχών, πλην του κύκλου των κλέφτικων τραγουδιών.
- Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι λεγόμενες ρίμες και ιδίως οι μαντινάδες που συνεχίζουν να αποτελούν, ακόμη και σήμερα, ένα από τα σημαντικότερα μέσα καλλιτεχνικής έκφρασης του Κρητικού λαού όπως επίσης και η μουσική των παραδοσιακών χορών. Τα χρήσιμα όργανα είναι η λύρα, το βιολί, το λαούτο, η κιθάρα, το μαντολίνο, το μπουλγαρί, η ασκομπαντούρα (άσκαυλος) κ.α., τα οποία συνδυάζονται σε ζυγιές, όπως λ.χ. λύρα με λαούτο, βιολί με κιθάρα ή λαούτο
Τα παραδοσιακά λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Κρήτη, για την απόδοση της μουσικής, των χορών και των τραγουδιών της, άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό κι άλλα σε μικρότερο, είναι το λαούτο (λαγούτο), το βιολί, η λύρα, η βιολόλυρα, το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπουλγαρί, η μ(π)αντούρα, η ασκομ(π)αντούρα, το χαμπιόλι και το νταουλάκι.
Οι τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτών στην Κρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Ενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωμένων της εποχής, απομνημονεύματα, νοταριακά έγγραφα και αφορούν το νταουλάκι, το χαμπιόλι, τη μ(π)αντούρα, την ασκομ(π)αντούρα, το λαγούτο, το βιολί και την κιθάρα, καθώς και άλλα μουσικά όργανα (τσίτερες, κλαδοτσύμπανα, τρομπέτες, άρπες, μπάσα κ.λπ.) των οποίων η χρήση δεν επιβίωσε.
Για τη λύρα, το μπουλγαρί και το μαντολίνο τα εμπεριστατωμένα στοιχεία είναι υστερότερα. Αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Τέλος, η βιολόλυρα είναι όργανο της εποχής του μεσοπολέμου.
Κρητική Λύρα
Στην Kρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας. Tο αποκαλούμενο σήμερα λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο και η βροντόλυρα ή χοντρόλυρα, μεγαλύτερη σε μέγεθος, ιδανική για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Aπό τους δύο τύπους αυτούς και την επιρροή του βιολιού, προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα
Στις μέρες μας η αχλαδόσχημη αιγαιοπελαγίτικη λύρα (που συναντάμε σε παραλλαγές στη Μακεδονία, την Κάρπαθο, την Κάσο κ.α.) θεωρείται το κατ’ εξοχήν λαϊκό όργανο της Kρήτης. Λόγω συγκυριών, κυριάρχησε και καθιερώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια μέσα από τα χέρια σπουδαίων και φημισμένων λαϊκών μουσικών.
Η εύκολη και ανέξοδη κατασκευή εν αντιθέσει με το βιολί που κατασκευάζεται από επαγγελματία οργανοποιό και κοστίζει πολύ, συνέβαλε στη γρήγορη διάδοσή της στο νησί, πιθανόν στα τέλη του 18ου αιώνα, αφού από τότε αναφέρεται σε διάφορες πηγές. H περιοχή της Κρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η χρήση της λύρας είναι ο νομός Pεθύμνου. Mέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα παιζόταν, κυρίως, μόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα, και στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεμούν σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα, επειδή θεωρείται ότι παρόμοια κουδουνάκια κρεμούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Kατά την εκτέλεση της μουσικής, τα γερακοκούδουνα με επιδέξιες κινήσεις μεταμορφώνονται σ’ ένα δ συνοδείας .Στις αρχές της περιόδου του Μεσοπολέμου (1920 βιολόλυρα, μια οκτάσχημη λύρα που δημιουργήθηκε στα πλαίσια μιας προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού. Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στο νομό Ηρακλείου.
Την επιμέλεια της εκμάθησης Κρητικής Λύρας έχει το μέλος του συλλόγου Σφακιανάκης Γεώργιος
Λαούτο ή Λαγούτο
Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι Λα Ρε Σολ (κρητικό λαούτο) και Λα Ρε Σολ Ντο (στεριανό και νησιώτικο λαούτο), από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεριανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρ'όλα αυτά οι σολιστικές δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες. Ο δεξιοτέχνης του λαούτου Χρήστος Ζώτος συνέβαλλε στην ανάδειξη του λαούτου δημιουργώντας μια δική του τεχνική.
Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη, όπου συνοδεύει κυρίως την λύρα, καθώς και στην Κύπρο, όπου συνοδεύει συνήθως το βιολί . Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια.
Τις τελευταίες δεκαετίες το λαγούτο διαδόθηκε σε όλη την Κρήτη, ενώ παράλληλα άλλαξε μέγεθος, κούρδισμα και ρόλο, περιορισμένο στην ρυθμική συνοδεία Όμως στα Χανιά το λαγούτο παιζόνταν και παίζεται όπως αιώνες παλαιότερα, δηλαδή δεν κρατεί απλώς το ρυθμό και δεν παίζει ρόλο οργάνου συνοδείας, αλλά μόνο του ή με το βιολί ή τη λύρα παίζει και τη μελωδία, σαν να συνεχίζει, θα λέγαμε, την παλαιά παράδοση του μεσαιωνικού ή αναγεννησιακού λαγούτου, που ήταν όργανο σολιστικό.
Μαντολίνο
Το μαντολίνο είναι έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Δημιουργήθηκε λίγο πριν το τέλος του 17ου αιώνα. Είναι η τελειοποίηση της "μάντολα" (Mandola ή Mantola), ενός οργάνου που χρονολογείται από τον Μεσαίωνα, μιας και το όνομά του βεβαιώνεται με μαρτυρίες από το 1210. Είναι βέβαιο ότι πολύ λίγα από τα σημερινά όργανα μουσικής μπορούν να «καυχηθούν» για μια τόσο παλαιά προέλευση. Στη βόρεια Ιταλία τον 17ο αιώνα ξεκίνησε να φτιάχνεται μια μικρότερη μάντολα με λιγότερες χορδές. Το νέο αυτό όργανο ονομαζόταν «μαντολίνο» που στην πραγματικότητα σημαίνει «μικρή μάντολα». Η λανθασμένη αυτή σκέψη αποκαταστάθηκε από τον ερευνητή της ιστορίας του οργάνου Κonrad Wölki και το Μιλανέζικο μαντολίνο ήταν αυτό που αναπτύχθηκε άμεσα από την μάντολα, ενώ το Ναπολιτάνικο μαντολίνο υιοθέτησε μόνο το όνομά του.
Λίγο αργότερα, καθώς μια οικογένεια οργάνων άρχισε να δημιουργείται με βάση το Ναπολιτάνικο μαντολίνο, και η οποία περιλάμβανε μαντολίνα μεγαλύτερων διαστάσεων και βαθύτερων τόνων, το όνομα «μαντόλα» χρησιμοποιήθηκε για μια ακόμα φορά, αλλά τώρα για ένα alto μαντολίνο. Με την έννοια αυτή έμοιαζε με μεγάλο μαντολίνο και φυσικά δεν είχε τίποτα κοινό με την προγενέστερη σημασία της λέξης «Μantola».
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών σπουδαίων παλαιών μουσικών, το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα συνοδευτικά όργανα της λύρας στο νομό Ρεθύμνου ήταν το μπουλγαρί και το μαντολίνο.
Την επιμέλεια της εκμάθησης Λαούτο και Μαντολίνο έχει το μέλος του συλλόγου Σφακιανάκης Ιωάννης.
Παπανικολάου Στυλιανός
0 Σχόλια