ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ



Η τσικουδιά είναι αγνό ποτό και φάρμακο, παρέχει αγχολυτικές και χαλαρωτικές ιδιότητες με συνέπεια να μας ευφραίνει την καρδιά και το πνεύμα, να μας απολύει από τις βασανιστικές σκέψεις, άρα να μας ξεκουράζει, να διεγείρει την όρεξη, τη χώνεψη και τη θέρμη του σώματός μας. Τσικουδιά ζεστή, μάλιστα αν είναι και ανακατεμένη με μέλι μισό -μισό και λίγο πιπεράκι ή κανέλα, βοηθά στο να ζεσταθούμε, ενώ τσικουδιά παγωμένη για να δροσιστούμε. Και όλα αυτά αρκεί να είναι ανόθευτη , να πίνεται με μέτρο και όπως πρέπει δηλ. με παρέα, υπομονή και καλό μεζέ.

Σαν είναι η τσικουδιά καλή, ώφου καλά τα κάνει πίκρες, καημούς και βάσανα ντελόγο τα ‘ποβγάνει
-Πίνω κρασί, δε με μεθεί, ρακί δε με ζαλίζει ως με μεθού ντα μάθια τζη, όντε ντ' αναντρανίζει
-Πίνω κρασί και δε μεθώ, ρακή και δε με πιάνει, μα το φιλί σου το γλυκύ, μπορεί να με τροζάνει
- Σαρανταδυό γραδώ ρακή, να πιεις να σ’ αναδράμει, γιατί κακούργα το φιλί, μου δίνεις δράμι-δράμι.
- Σαρανταδυό γραδώ ρακή, πίνω μα δε με πιάνει,
εγώ στο κέφι για να ’ρθω, μια σου μαθιά μου φτάνει.
-Ανάθεμά τη ντη ρακή ίντα 'ναι αυτό που κάνει, κι όντε την (μ)πίνω γίνεται το πάτωμα ταβάνι.
-Σαν πιεις ρακή απ’ το λουλά, ζεστή απ’ το καζάνι, μεζέ να φας … πατάτα οφτή, όσα κι αν (μ)πεις τα κάνει.
- Θεέ μου να τσικουδόβρεχε, το μήνα δέκα βράδια,
να γέμιζαν με τσικουδιά, στέρνες μα και πηγάδια.
Κάθε χρόνο από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι και τον Δεκέμβριο, οργανώνονται σε ολόκληρη την Κρήτη τα λεγόμενα ρακοκάζανα. Δεν πρόκειται για απλή απόσταξη, αλλά για «γιορτή της ρακής» που έχει πάρει τη μορφή εθίμου. Ο καζανάρης, δηλαδή ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που χειρίζεται τον άμβυκα και κάνει την απόσταξη, καλεί φίλους και γνωστούς να παρευρεθούν στη διαδικασία της απόσταξης. Ως πρώτη ύλη στο ρακοκάζανο μπαίνουν τα τσίκουδα ή στράφυλλα (πολτοποιημένα σταφύλια), απομεινάρια του πατήματος των σταφυλιών για να βγει ο μούστος Ο κόσμος μαζεύεται από νωρίς, ακολουθεί φαγητό και έπειτα κρητικού χοροί με παραδοσιακά όργανα. Μαντινάδες που οι ντόπιοι «σκαρώνουν» εκείνη τη στιγμή και απευθύνονται στον καζανάρη και την οικογένειά του. Φυσικά από το γλέντι δεν λείπει και το κέρασμα, «οι κούπες» με κρασί που δεν γίνεται να τις αρνηθείς.
Η απόσταξη της ρακής γίνεται αργά, σταγόνα σταγόνα . Περιέχει περίπου 37% αλκοόλ γεγονός που το κατατάσσει στην κατηγορία των πλέον δυνατών αλκοολούχων ποτών.
Μόλις η ρακή ετοιμαστεί, όλοι δοκιμάζουν και το γλέντι συνεχίζεται όσο αντέχει η παρέα.


Το έθιμο του ρακοκάζανου θεσμοθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1920, οπότε και δόθηκαν ειδικές άδειες σε αγρότες με στόχο την οικονομική ενίσχυσή τους μέσα από την παραγωγή τσικουδιάς. Το 1989 ψηφίστηκε ο με αρ. 1576/89 κανονισμός της ΕΟΚ για τα οινοπνευματώδη ποτά στον οποίο οι Τούρκοι κατοχύρωσαν το όνομα «raki» και οι Έλληνες τα ονόματα ‘τσίπουρο Τυρνάβου, τσίπουρο Μακεδονίας, τσίπουρο Θεσσαλίας και τσικουδιά Κρήτης. Συνεπώς από το 1989 η ρακή στην Ελλάδα λέγεται πια επίσημα τσικουδιά, αν και η ονομασία ρακή είναι ελληνική λέξη.

Η τσικουδιά στην Κρήτη πέραν των άλλων είναι ένδειξη φιλίας και ευγενείας, καθώς και εργαλείο κοινωνικής επικοινωνίας. Με μια τσικουδιά οι Κρητικοί εύχονται, αλλά και υποδέχονται τους επισκέπτες τους, μ΄ αυτήν συζητούν και χωρατεύουν στα καφενεία, μ ‘ αυτή ξεπερνούν τις λύπες τους και μ’ αυτή λύνουν τις διαφορές τους.
Η επίσκεψη σε σπίτι Κρητικού χωρίς κέρασμα θεωρείται αγένεια ή δήλωση έχθρας και η όλη διαδικασία του κεράσματος αποτελεί μια τελετουργία, ο σκοπός της οποίας δεν είναι ούτε να μεθύσει, ούτε να χορτάσει τους συνδαιτυμόνες, αλλά απλά να κάνει ευχάριστη την κοινωνική συναναστροφή και συνάμα να δείξει την καλή και φιλόξενη διάθεση του οικοδεσπότη. 





Επιμέλεια άρθρου
Διαμαντή Βούλα

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια