ΤΟ ΚΟΥΡΜΠΑΝΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΔΑΔΙΑ ΕΒΡΟΥ


Το κουρμπάνι του Αγίου Αθανασίου στην Δαδιά Έβρου

Ηγιορτή του Αγίου Αθανασίου πέφτει μέσα στην καρδιά του χειμώνα και σε πολλά χωριά της Θράκης οι κάτοικοι, τη μέρα τούτη, στον αυλόγυρο της εκκλησίας ή και δίπλα σ’αυτήν, σφάζουν ζώα. Ζώα από τάματα των πιστών (παλιά) ή με κοινή χρηματική συνεισφορά των (σήμερα).Στη συνέχεια τα μαγειρεύουν, ετοιμάζουν το κουρμπάνι και το φαγητό το μοιράζουν σ’όλο το χωριό. Το έθιμο του σκοτωμού του ζώου (για θυσία) είναι πανάρχαιο. Γινόταν σε μια ειδική τελετουργία με αγνείες, καθαρμούς και εξιλασμούς.
Στην αρχαία Ελλάδα το συναντάμε στα Βουφόνια, όπου το ζώο παρουσιάζεται να δοκιμάζει τις προσφορές της θυσίας. Το γονάτισμα του ζώου, το χύσιμο του αίματος σε λάκκο ήταν ενδείξεις θέλησης του ζώου να θυσιαστεί. Στη Θράκη το σφάξιμο των ζώων-τα κουρμπάνια- που γίνονταν (και εξακολουθούν να γίνονται) κοντά σε αγιάσματα ή στο προαύλιο των εκκλησιών, που φέρουν το όνομα των Αγίων που θέλουν να τιμήσουν, διατηρούνται αλλά και συναρπάζουν. Η θυσία των ταύρων και των κριών στη Βορειοανατολική Θράκη περικλείει στοιχεία που σήμερα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί μόνο αν επισκεφθεί χωριά της κοιλάδας του Εβρου, οι κάτοικοι των οποίων, και μέχρι σήμερα τα συνεχίζουν, γιατί έτσι τα βρήκαν από τους πατεράδες τους,από τους παππούδες τους.
Σε πολλά χωριά στον Εβρο,μέχρι και σήμερα, πραγματοποιείται το κουρμπάνι του Αγίου Αθανασίου.Παλαιότερα στην πόλη του Διδυμοτείχου το κουρμπάνι τη μέρα του Αγίου γινότανε σε τέσσερα διαφορετικά σημεία. Εξάλλου ο Αγιος Αθανάσιος είναι ο πολιούχος της πόλης. Σήμερα το συνεχίζουν μόνο οι ψαράδες, που μένουν δίπλα τον Ερυθροπόταμο. Πολλά όμως χωριά της επαρχίας Διδυμοτείχου την ίδια μέρα κάνουν το κουρμπάνι, όπως το Ισαάκιο,το Πραγγί,το Ασημένιο,το Σοφικό. Και στην επαρχία Σουφλίου εξακολουθούν να το πραγματοποιούν, όπως οι κάτοικοι της Κορνοφωλιάς και της Δαδιάς.
“Το κουρμπάνι, δηλαδη το φαγητό των χριστιανών όπως θέλουν να το λένε και οι Δαδιώτες, παλιά ήταν έθιμο, σύμφωνα με το οποίο οι κάτοικοι του χωριού -μια φορά το χρόνο -έβαζε ο καθένας από κάτι , για να φτιάξουν φαγητό με σκοπό να το φάνε όλοι μαζί, για να’ναι πιο δεμένοι μεταξύ τους. Αυτό γινότανε στο προαύλιο του παρεκκλησιού του Αγίου Αθανασίου τότε (το είχε κτίσει κάποιος ιδιώτης γύρω στα 1600) και σήμερα της μικρής καθ’όλα εκκλησίας και πάντα κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες. Τη μέρα τούτη τη θυμούνται πάντα να χιονίζει ή να βρέχει και κάτω από το “τσιατσιακ” της εκκλησιάς να βράζουν τα καζάνια.

Από την παραμονή της μέρας γιορτής του αγίου οι πιστοί έφερναν στην εκκλησία τα ζώα που θα έσφαζαν το απόγευμα. Αυτά συνήθως ήταν τάματα στον άγιο στη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε.

Και ήταν κριάρια και μοσχάρια (δηλαδή ,ζώα αρσενικά). Σήμερα τα τάματα είναι ελάχιστα. Τα ζώα αγοράζονται με χρήματα των κατοίκων. Αφού μαζεύονταν όλα τα τάματα ,η επιτροπή (αρμόδια για το κουρμπάνι) όριζε τους σφάχτες, που από το απόγευμα, θ’άρχιζαν το σφάξιμο. Τα ζώα οδηγούνται μπροστά σε δύο τάφρους, που βρίσκονται δίπλα στην κύρια είσοδο της εκκλησίας, τά σφάζανε, προσέχοντας το αίμα να χύνεται μέσα στην τάφρο (κάθε χρόνο ανοίγει εκ περιτροπής η μία τάφρος). Μετά το σφάξιμο όλων των ζώων (συνεχιζότανε και την επομένη με το σφάξιμο κοκοριών), κλείνανε την τάφρο με χώμα. Θα ξανάνοιγε μετά από δύο χρόνια.Του χρόνου είχε σειρά η άλλη τάφρος. Το χώμα των δύο τάφρων κάθε οχτώ με δέκα χρόνια, αντικαθίσταται με καινούργιο και το παλιό μεταφέρεται στα νεκροταφεία του χωριού.
Από το πρωί της μέρας γιορτής του Αγίου Αντωνίου όλα τα σπίτια του χωριού έστελναν από ένα κόκορα με κάποιο μέλος τους για να τον σφάξουν στον Αη-Θανάση. Πάνω από τετρακόσια κοκόρια σφάζανε εκείνη τη μέρα. Στη συνέχεια τα πήγαιναν στο σπίτι, για να τον μαγειρέψει η νοικοκυρά,η οποία όμως, προηγουμένως είχε φτιάξει τις λαλαγκίτες, που τις “έβρεχε” με ζουμί από το μαγειρεμένο κόκορα.Αυτό εξάλλου θα ήταν και το φαγητό της μέρας.
Στο προαύλιο της εκκλησίας –αφού πια σφάζανε όλα τα τάματα τις απογευματινές πάντα ώρες – δέκα με δεκαπέντε νοματαίοι αναλαμβαναν να ετοιμάσουν το κουρμπάνι. Στο μεταξύ από μέρες νωρίτερα τα υλικά του κουρμπανιού μαζεύονταν από προσφορές των κατοίκων. Δηλαδή ο καθένας έδινε, κρεμμύδια, ρύζι, μπλιγούρι και, τελευταία, λεφτά. Ολο το βράδυ ετοίμαζαν το φαγητό, πίνοντας πού και πού και λέγοντας πολλά μασάλια. Το πρωί της άλλης μέρας, μέρα του Αη-Θανάση, όλο το χωριό θα πήγαινε στην εκκλησία. Θα παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία. Αφού πια σχολούσε η εκκλησιά ,ο παπάς θα σταύρωνε όλο τον κόσμο με το λάδι του αγίου και θα πήγαινε στο χώρο ετοιμασίας του κουρμπανιού για “να το βλογήσει”.
Τώρα όλα πια ήταν έτοιμα για ν’αρχίσει η διανομή.Τα μεγάλα καζάνια, έξη τον αριθμό όσες και οι γειτονιές του χωριού, θα μετέφεραν ζευγάρια παλικαριών, περνώντας ένα μακρύ ξύλο ανάμεσα από τα δυο χερούλια. Κάθε καζάνι θα πήγαινε σε ωρισμένη γειτονιά. Φωνάζοντας οι νέοι “κουρμπάνι” καλούσαν τον κόσμο, με τις κούπες, να’ρθεί να πάρει το φαγητό. Αυτό εξάλλου θα ήταν το “πρώτο” πιάτο του μεσημεριανού φαγητού τους, από το οποίο θα’ τρωγαν όλα τα μέλη της οικογένειας.

Τα μέλη της επιτροπής παρέμειναν στο χώρο της εκκλησίας, όπου μαζί με τον παπά του χωριού, έτρωγαν εκεί, όπως στις “αγάπες” της Καινής Διαθήκης.

Η δύναμη του εθίμου είναι πολύ μεγάλη. Δεν καταργήθηκε ποτέ.Λένε πως ο παππούς Καμιαράνογλου, που ήταν πρόεδρος προπολεμικά , μουχτάρης δηλαδή, θέλησε να “κόψει” το έθιμο, δηλαδή να το σταματήσει. Τότε του συνέβη μεγάλο κακό. Ο γιος του,παλικάρι τότε, χορεύοντας μαζί με τους νέους στην πλατεία του χωριού “έσκασε’, δηλαδή πέθανε. Αυτό το θεώρησε κακό σημάδι. Και ανακάλεσε την απόφασή του. Από τότε συνεχίζεται. Ούτε και αυτοί οι Βούλγαροι, που έμειναν στο χωριό μας για χρόνια, δεν το σταμάτησαν. Μάλιστα συμμετείχαν σ’αυτό”.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια